Η "πραγματικότητα του αντικειμένου" - και για την ψυχανάλυση, αξίζει τον κόπο να το υπενθυμίσουμε, το αντικείμενο είναι πάντα ένα υποκείμενο, δηλαδή μία ανθρώπινη ύπαρξη – η πραγματικότητα του αντικειμένου, η απάντησή του, και ακόμα περισσότερο, η "ποιότητα του αντικειμένου", έχει εισέλθει εδώ και πολύ καιρό στην σκηνή του δωματίου της ανάλυσης (V. Bonaminio, 1991, 1993, 2003). Το γεγονός ότι ο όρος αντικείμενο θεωρήθηκε από πολλούς συγγραφείς ένας "ατυχής ορισμός… που κατέληξε να χρησιμοποιείται ευρέως λόγω της φροϋδικής αναφοράς στο αντικείμενο της λιβιδινικής ενόρμησης" δε θα έπρεπε να μας κάνει να ξεχάσουμε τη θεωρητική και εννοιολογική, αλλά και την κλινική, προέλευση αυτού του όρου, ούτε τις συνεισφορές που αυτός δέχθηκε στην πορεία της ψυχανάλυσης μετά το Freud. Η σημασιολογία των λέξεων, ιδίως όταν αυτές κουβαλούν ως διαστρωμάτωση μία ιστορία, δε μπορεί ν' αλλάξει sic απλουστευτικά. Η εισαγωγή του όρου "υποκείμενο" για να δώσει έμφαση, δικαιολογημένα, στην διάσταση της ποιότητας του αντικειμένου μπορεί, όμως, να διακινδυνεύσει να καλύψει αυτήν τη διαστρωμάτωση των νοημάτων. Γι΄ αυτό υποστηρίζουμε ότι η πραγματικότητα και η ποιότητα του αντικειμένου εισήλθαν εδώ και πολύ καιρό σε ορισμένα κλινικά και θεωρητικά μοντέλα της ψυχανάλυσης, "αναγνωρίστηκαν" κυρίως ξεκινώντας από τα ζητήματα της θεωρίας της θεραπευτικής τεχνικής.
Ο ίδιος ο Green (2000), αναπτύσσοντας – ως συνήθως ξεκάθαρα και εμπεριστατωμένα – το θέμα "ενδοψυχικό και διϋποκειμενικό στην ψυχανάλυση", αναγνωρίζει, κατά κάποιο τρόπο, "κριτικάροντας" το Freud ότι "πιθανόν αυτός δεν έδωσε αρκετή προσοχή στην ιδιαιτερότητα του ανθρώπινου στην καρδιά της ζωής. Ο Green υποστηρίζει ότι "σε ένα ορισμένο σημείο της εξέλιξης της ψυχανάλυσης έγινε ξεκάθαρο ότι ήταν αναγκαία μία αναθεώρηση της θεωρίας με σκοπό να ενσωματώσει το ρόλο της απάντησης του αντικειμένου"
Ο ρόλος που για την κλινική ανάπτυξη της ψυχανάλυσης διαδραμάτισε η θεραπεία των λεγόμενων πολύ διαταραγμένων ή δύσκολων ασθενών και η θεραπεία των παιδιών, σε αυτή την είσοδο της πραγματικότητας και των ιδιοτήτων του αντικειμένου μέσα στο δωμάτιο της ανάλυσης, δεν μπορεί να υποτιμηθεί. Το ίδιο το ψυχαναλυτικό setting , η αναλυτική οικολογία (χώρος, χρόνος και παρουσία του αναλυτή) είναι μία διϋποκειμενική σχεσιακή πραγματοποίηση που ο Freud απώθησε: η πρώτη αντικειμενοτρόπος σχέση της μητέρας και του παιδιού. Και με τον Bollas (1979) θα μπορούσαμε να αναρωτηθούμε, φυσικά, εάν ο Freud είχε πλήρη επίγνωση των επιπτώσεων αυτής της "πραγματοποίησης". Σε αυτήν τη σχεσιακή πραγματοποίηση, που είναι το setting, το οποίο είναι επομένως – όπως η μεταβίβαση, δηλαδή μία σχέση – ομοούσιο στη γέννηση και την εξέλιξη της ψυχανάλυσης, υπάρχει επομένως μόνο και απαραίτητα η επίκληση του "απαθούς" αναλυτή, φύλακα των κανόνων της οργάνωσης της (της ανάλυσης), ο οποίος τοποθετείται απέναντι στον ασθενή του σαν ένας "θαμπός καθρέπτης" που επιστρέφει στον ασθενή μόνο αυτό που ο ασθενής "προβάλλει" σε αυτόν; Είναι μόνο αυτός ο άλλος για τον οποίο μιλούσε η κλασσική ψυχανάλυση, ένας άλλος που δε θα ήταν λοιπόν τίποτε άλλο, θα μπορούσε να ειπωθεί με ένα λογοπαίγνιο, παρά η προβολή πλευρών του εαυτού του υποκειμένου στον αναλυτή (σαν αντικείμενο μεταβίβασης) ;
Με τον όρο "πραγματικότητα του αντικειμένου" δεν αναφερόμαστε, λοιπόν, στην υπάρχουσα αντιπαράθεση στην ψυχαναλυτική βιβλιογραφία – που ήταν στο προσκήνιο της συζήτησης για περισσότερο από μία δεκαετία, και που διαφοροποιεί ανάμεσα σε αναλυτή ως "αντικείμενο μεταβίβασης" και αναλυτή ως "νέο αντικείμενο" ή "πραγματικό αντικείμενο" (transference vs real relationship). Θα θεωρήσουμε δεδομένη, ή πλέον περισσότερο κορεσμένης σημασίας, αυτήν την αντιπαράθεση η οποία μας φαίνεται περισσότερο ότι παρεκκλίνει, για την πόλωση που είχε προσλάβει, αθέμιτα, από το να αποδώσει κανείς στην "κλασσική ψυχανάλυση" μία ιδιότητα αποκλειστικά "ενδοψυχική" και επομένως μία οπτικοποίηση του αντικειμένου μόνο σαν "αντικείμενο μεταβίβασης", στο όνομα μιας ριζοσπαστικής "ρήξης" προς όφελος της σχεσιακότητας. Ακόμη και η προκύπτουσα, και λίγο μεταγενέστερη, συζήτηση στην ψυχαναλυτική βιβλιογραφία για την "ερμηνεία εναντίον σχέσης" μειώθηκε βαθμιαία προς όφελος μιας σταδιακής και πιο ευρείας αναγνώρισης των πολύπλοκων μεθόδων της θεραπευτικής δράσης στην ψυχανάλυση (G. Gabbard – D. Westen, 2003).
Χρησιμοποιώντας, επομένως, τον όρο της "πραγματικότητας του αντικειμένου" εννοούμε ότι αναφερόμαστε σε μία πιο κλινική διάσταση, δηλαδή εκείνη της κλινικής της ιδιαίτερης ψυχαναλυτικής κατάστασης: δηλαδή στην σημασία της πραγματικότητας του αναλυτή ως άλλος: δηλαδή στη σημασία της ικανότητας του να είναι αυθόρμητος και ελεύθερος, ζωντανός στο να απαντά στον αναλυόμενο, βασισμένος στη δική του εμπειρία στην ψυχαναλυτική κατάσταση, με έναν τρόπο που, στην τεχνική διεξαγωγή της θεραπείας, να μην προκύπτει καταναγκαστικά σφραγισμένος και περιορισμένος από καρικατουρικές στάσεις στην υπακοή απέναντι στην αναλυτική ουδετερότητα (Ogden, 1999).
Μετά από σχεδόν σαράντα χρόνια, η διάσημη, και πλέον πολυαναφερόμενη δήλωση του Winnicott (1962, σελ. 213).
"Την στιγμή που διεξάγω μία ψυχανάλυση εγώ στοχεύω στο:
Να παραμείνω ζωντανός
Να παραμένω καλά
Να παραμείνω ξύπνιος
Στοχεύω στο να είμαι ο εαυτός μου και να συμπεριφέρομαι αναλόγως"
Μπορεί να θεωρηθεί, δικαιολογημένα ,η αρχή αυτής της υπογράμμισης της κεντρικότητας του να είναι ζωντανός στην ανάλυση ο αναλυτής, πολύ περισσότερο όταν αυτή με τρόπο τόσο απρόσμενο όσο και εικαστικό, εμφανιζόταν στον πρόλογο μιας εργασίας με τον συμβατικό τίτλο: Οι στόχοι της ψυχαναλυτικής θεραπείας η οποία – όπως είναι γνωστό,- κατέληγε με έναν τρόπον που προκαλούσε εξίσου σύγχυση με ένα ερωτηματικό:
Αν ο σκοπός μας συνεχίζει να είναι πάντα αυτός του να λεκτικοποιούμε το συνειδητό που γεννιέται σε όρους μεταβίβασης, τότε εφαρμόζουμε την ψυχανάλυση. Σε αντίθετη περίπτωση είμαστε αναλυτές που κάνουν κάτι το διαφορετικό και που τέλος πάντων θεωρούμε κατάλληλους για την κατάσταση. Και γιατί να μην το κάνουμε; (D. W. Winnicott 1962, σελ. 218). Αν παραφράζοντας τον τίτλο μιας καλής εργασίας του Symington (1983), η πράξη της ελευθερίας του αναλυτή στο "να σκέπτεται" ή όπως υπογραμμίζει η Colcart (1986), η ικανότητα να "σκεφτείς το ασύλληπτο στην ψυχανάλυση" αντιπροσωπεύουν – από την πλευρά της συνεισφοράς του αναλυτή- έναν σημαντικό παράγοντα θεραπευτικής αλλαγής, σε τι αναφερόταν ο Winnicott, ποιες κλινικές καταστάσεις υπαινισσόταν με τη δήλωση του που προκαλούσε αμηχανία, εάν δε θέλουμε να την περιορίσουμε σε ένα εθελοντικό και αλληγορικό διάλληλο κύκλο; Με άλλα λόγια, ποιες παρεμβάσεις, ποιες άμυνες, ποιες αντιστάσεις παρεμβάλλονται, ποια "απολιθωμένη γλώσσα" εγκαθίσταται στη σχέση μεταξύ αναλυτή και ασθενή, που εμποδίζουν την πιθανότητα του αναλυτή να είναι ο εαυτός του, να παραμένει ξύπνιος, στην ουσία να είναι ζωντανός για τον ασθενή;
Το ζήτημα του να είναι κανείς ζωντανός, ξύπνιος και να είναι καλά είναι επομένως ένα ζήτημα βασικά κλινικό, ή καλύτερα, είναι σ’ αυτήν την προοπτική που εμείς θα θέλαμε να την προτείνουμε σα σημείο εκκίνησης της εργασίας μας προσπαθώντας να αναδείξουμε, πρωτίστως, το χαρακτηριστικό της δύσκολης, κουραστικής, μερικές φορές μόνο μερικώς πραγματοποιήσιμης, εσωτερικής διαδικασίας του αναλυτή.
Αυτό δεν μπορεί να δοθεί σα δεδομένο, αλλά είναι το αποτέλεσμα, αν αυτό είναι, μιας συνεχούς διαδρομής επεξεργασίας, χαρακτηριζόμενο, κάθε στιγμή, απ' αυτό που προσφάτως όρισε ο H. F. Smith (2000, p.96) με όρους συγκρουσιακής ακρόασης ("conflictual listening") για να υπογραμμίσει με αυτό μία "αναπτυξιακή διαδικασία που εμπεριέχει όλα τα στοιχεία της σύγκρουσης και που καθορίζεται σε κάθε ορισμένη στιγμή από συγκρούσεις τόσο του ασθενή όσο και του αναλυτή". Σ’ αυτήν την προοπτική αυτός σκιαγραφεί μερικές από τις πολυπλοκότητες της εμπειρίας της αντιμεταβίβασης του αναλυτή, δίνοντας έμφαση έμμεσα στις συγκρουσιακές τους πηγές. Η αμοιβαία αποκριτικότητα μεταξύ αναλυτή και ασθενή (συμπεριλαμβανομένων φυσικά και των εμποδίων σ’ αυτή) πηγάζει από τη σύνθετη αντικειμενοτρόπο σχέση που αυτοί εγκαθιστούν μαζί, και η οποία σαν τέτοια δε διαφέρει από κάθε άλλη αντικειμενοτρόπο σχέση, έτσι που αυτοί σταδιακά, ως αναλυτικό ζεύγος, προχωρούν στην αποσαφήνιση των συγκρούσεων του ασθενή και των εσωτερικών του καταστάσεων, που είναι ο σκοπός της αναλυτικής ανταλλαγής (Bonaminio, Di Renzo, 2000).
Στη συνεισφορά του Winnicott, το αναπόφευκτο του άλλου είναι τόσο ομοούσιο στον τρόπο του να αντιλαμβάνεται την ψυχανάλυση – μέχρις στο σημείο να αποτελεί τον άξονα της θεωρίας του για τη συναισθηματική ανάπτυξη του παιδιού- που περικλείεται εικαστικά σ' εκείνη τη φράση, πλέον πάρα πολύ γνωστή και καταχρασμένη, με την οποία, όπως γράφει ο Masud Khan (1975), αυτός "ξεπέρασε" τους συναδέλφους του της Βρετανικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας, όταν – σχεδόν στο ξεκίνημα της καριέρας του- παρατήρησε πως " there is no such a thing like a baby", δηλαδή "το παιδί καθαυτό είναι κάτι που δεν υπάρχει, εννοώντας πως κάθε φορά που βρίσκεται ένα νεογέννητο βρίσκεται και η μητρική φροντίδα και ότι χωρίς τη μητρική φροντίδα δε θα υπήρχε κανένα νεογέννητο". Εξετάζοντας (θεωρώντας) τη σχέση μητέρα – παιδί σα μία μεταφορά της ψυχαναλυτικής σχέσης μεταξύ αναλυόμενου και αναλυτή θα μπορούσαμε να πούμε, παραφράζοντας το Winnicott, πως "ο ασθενής καθαυτός είναι κάτι που δεν υπάρχει" και βρισκόμαστε πάντα απέναντι σ' ένα ζεύγος που αποτελείται από τον αναλυόμενο και τον αναλυτή, από τον αναλυόμενο και τον άλλο.
Ο Masud Khan (1975) παρατηρεί ικανοποιητικά πως "για το Winnicott το παράδοξο της σχέσης μητέρα – παιδί εναπόκειται στο γεγονός πως το περιβάλλον (η μητέρα) κάνει εφικτό για το παιδί να γίνει ο εαυτός του" (the making and becoming of a person).
Ουσιαστικά, και σε πιο γενικούς όρους, η αναγκαιότητα του άλλου, το αναπόφευκτό του και η χρησιμότητά του για τον ψυχισμό του υποκειμένου, το παράδοξο αναπόφευκτο του γεγονότος πως η σχέση με τον άλλο κάνει εφικτό το να γίνει κανείς ο εαυτός του, δηλαδή ένα άτομο, εμπλέκει τη συνεισφορά του άλλου στην σύσταση του ατομικού εαυτού.
II Αυτό το τελευταίο γεγονός, φυσικά, συνηθίζουμε να το θεωρούμε σταθερά από την πλευρά του αναλυτή, υπό την καταγραφή της αντιμεταβίβασης, στην πιο ευρεία της αποδοχή: όταν, σε ορισμένες φάσεις της ανάλυσης ή με ορισμένους δύσκολους ασθενείς – όταν δηλαδή ο αναλυόμενος είναι κλινικά παλινδρομημένος σε πρωταρχικά επίπεδα λειτουργίας, αλλά με μία "αμυντική οργάνωση υψηλά εξεζητημένη" σύμφωνα με την έκφραση του Winnicott – η ψυχική εργασία του αναλυτή αποτελεί- σχετικά μιλώντας- τη μοναδική ψυχική δραστηριότητα διαθέσιμη στο ψυχαναλυτικό πεδίο, ένα είδος δανεισμού του αναλυτή στον αναλυόμενο τον οποίο, για μία περίοδο μακρά ή σύντομη (αλλά πάντως στο τέλος), ο ασθενής χρησιμοποιεί εν όψει των απαρτιωτικών διαδικασιών του Εγώ. Η έννοια του Bion (1959), πως ο αναλυτής (μητέρα) καθιστά ζωντανά και, κατά μία έννοια, φέρνει στη ζωή τα κομμάτια του εαυτού που προβάλλει σ’ αυτόν ο ασθενής (παιδί), διαμέσου της εμπερίεξης των προβλητικών ταυτίσεων, είναι ένας τρόπος περιγραφής αυτής της διαδικασίας. Με όρους του Winnicott, είναι η ακεραιότητα ψυχής – σώματος του αναλυτή, ο τρόπος του "να απαντά στις ανάγκες του ασθενή" που επιτελεί την λειτουργία του holding: δηλαδή στηρίζοντας και κρατώντας ενωμένα τα διασπασμένα και παλινδρομημένα κομμάτια του ασθενή, έχοντας επίγνωση ότι είναι για αυτόν ένα "υποκειμενικό αντικείμενο", ότι "κατέχει μερικά από τα χαρακτηριστικά ενός μεταβατικού φαινομένου", αλλά και συνεχώς "κάνοντας κατάλληλους χειρισμούς για να μπουν στη θέση της τυπικής ανάλυσης" (Winnicott, 1962, p. 213-214), που συμπίπτει – μπορούμε να πούμε παραφράζοντας το Winnicott, και προκαταβάλλοντας το θέμα μας – με τη στιγμή στην οποία ο αναλυόμενος "μπορεί να αρχίσει μία δική του ζωή".
Είναι σημαντικό που ο Winnicott, στην ήδη αναφερθείσα εργασία για την "Αντιμεταβίβαση", συζητώντας για τον ρόλο του αναλυτή απέναντι στον αναλυόμενο, κάνει σχετικά με αυτό μία ακριβή αναφορά στο γεγονός ότι αυτός ο ρόλος πρέπει να αλλάζει σύμφωνα με τη διάγνωση του ασθενή (1960, p. 208). Από τους δύο τύπους της διάγνωσης τους οποίους αναφέρει, "την αντικοινωνική τάση" και τον οριακό ασθενή, ο δεύτερος είναι δίχως άλλο πιο ενδιαφέρον για τους σκοπούς της συζήτησής μας:
"Ο αναλυτής – γράφει – θα πρέπει να είναι σε θέση να παίξει (to play) το ρόλο της μητέρας για το παιδί που υπάρχει στον ασθενή. Αυτό σημαίνει το να δώσει μία τεράστια υποστήριξη στο Εγώ. Ο αναλυτής θα πρέπει να παραμένει προσανατολισμένος στην εξωτερική πραγματικότητα, ενώ στην πράξη είναι ταυτισμένος με τον ασθενή, ακόμη και συγκεχυμένος (merged in) με τον ασθενή" (1960, p.210).
"Ταυτισμένος με τον ασθενή" και "ακόμη κα συγκεχυμένος μ’ αυτόν" είναι δύο από τους τρόπους με τους οποίους ο Winnicott, κατά τη γνώμη μας, περιγράφει την "εργασία που επιτελεί ο αναλυτής για τον ασθενή" υπό την καταγραφή της αντιμεταβίβασης.
Ακολουθούμε την κλινική υπόδειξη του Winnicott σύμφωνα με την οποία ο ρόλος του αναλυτή αλλάζει σύμφωνα με την παθολογία του ασθενή, και ας την εφαρμόσουμε σε ένα άλλο ψυχοπαθολογικό σχήμα. Στην σχιζοειδή παθολογία είναι δυνατόν να περιγράψουμε αυτή τη διαδικασία από μία διαφορετική, αλλά πάντα συγκλίνουσα, προοπτική.
Η αποξένωση του εαυτού από τον ίδιο εκ μέρους του σχιζοειδή ασθενή (η μανιακή του άμυνα) ξαναπαρουσιάζεται στο σύνολό της στη συνολική μεταβίβαση, σαν ένα κλινικό γεγονός της ψυχαναλυτικής σχέσης. Η "εργασία" της αντιμεταβίβασης του αναλυτή έγκειται σ' εκείνο το μέρος των προσωπικών συναισθημάτων και σκέψεων που γίνεται σταδιακά διαθέσιμο από το προσυνειδητό στη συνειδητοποίηση του, και το οποίο περιέχει και κάτι γύρω από τον ασθενή, ένα κάτι που παραπέμπει σ' εκείνον το διασπασμένο εαυτό για τον οποίο ο ασθενής (ακόμη) δεν γνωρίζει τίποτα, "η άρνηση της εσωτερικής πραγματικότητας", "η φυγή από την εσωτερική πραγματικότητα προς την εξωτερική πραγματικότητα", "η εκκρεμής εμψύχωση", σαν κλινικά χαρακτηριστικά της μανιακής άμυνας (D. W. Winnicott, 1935).
Είναι σ’ αυτήν την προοπτική, ας χαραχθεί στην μνήμη, που κατά τη γνώμη μας θα έπρεπε να κατανοήσουμε την αρχική διαπίστωση της Paula Heimann (1950) σύμφωνα με την οποία "η αντιμεταβίβαση του αναλυτή δεν είναι μόνο συνθετικό μέρος της αναλυτικής σχέσης, αλλά μία δημιουργία του ασθενή, είναι ένα τμήμα της προσωπικότητας του ασθενή". Αυτή η έκφραση, "δημιουργία του ασθενή", σχεδόν με τον ίδιο τρόπο από την πλειοψηφία των συγγραφέων – ακόμη και από αξιόλογες σύγχρονες κριτικές περιγραφές της έννοιας {Gabbard, 1995, Jacobs, 1999, Hinshelwood, 1999 (Smith, 2000)} – κατανοείται σα μία γλωσσολογική παραλλαγή αυτού που, στα αμέσως επόμενα χρόνια της δημοσίευσης της εργασίας της Heimann, άρχιζε να περιγράφεται από τους Κλαϊνικούς συγγραφείς σαν ένα είδος "αποτελέσματος" της προβλητικής ταύτισης του ασθενή στον αναλυτή. Αυτή η "δημιουργία του ασθενή" αντίθετα έχει να κάνει, κατά τη γνώμη μας, με αυτήν "την εργασία του αναλυτή γύρω από τον ασθενή, από τα συναισθήματά του, από τις συγκινήσεις του τα οποία δεν έχουν ακόμα καταστεί αντικείμενα σκέψης και αναπαράστασης. Έχει να κάνει με αυτό που ο Bollas (1987) πολύ πιο πρόσφατα ανέπτυξε, στην σκιά της Paula Heimann και του Masud Khan, με τους όρους "ανακλητική ή εκφραστική χρήση της αντιμεταβίβασης": Ιδίως σα "μεταφορά του "γνωστού που δεν σκεφτόμαστε"… έναν τύπο γνώσης που ακόμα δεν έχουμε ονειρευτεί ούτε φανταστεί, γιατί δεν έχει ακόμα πραγματοποιηθεί ψυχικά " (1987,p. 250).
H αίσθηση της πλήξης και της αδυναμίας που μπορεί να βιώσει ο αναλυτής απέναντι στις απολιθωμένες αφηγήσεις του σχιζοειδή ασθενή αντιπροσωπεύουν με όρους αντιμεταβίβασης "εκείνο το κάτι γύρω από τον ασθενή" που παραπέμπει σ' εκείνο το διασπασμένο κομμάτι του εαυτού, ξένο για τον ασθενή και φυσικά για τον αναλυτή. Με αυτούς τους όρους ιδωμένη "από έξω" (για να χρησιμοποιήσουμε μία αινιγματική έκφραση του Winnicott) η κατάσταση είναι απρόσωπη για τον ασθενή. Η υποκειμενοποίηση του ασθενή είναι ακόμη κάτι που αναμένεται, είναι το δυνητικό του σημείο άφιξης μέσω της εμπειρίας της ανάλυσης και του ονείρου, όχι εκείνο της εκκίνησης, που δίνεται ως δεδομένο. "H ύπαρξη (του αναλυτή) – γράφει ο Bollas – είναι αναγκαία στον βαθμό που είναι ένα μετασχηματιστικό αντικείμενο, δεδομένου ότι επεξεργάζεται (για το Winnicott: διευκολύνει, για τον Bion: εμπεριέχει) τις σκέψεις, τις ψυχικές διαθέσεις και τις επικοινωνίες του ασθενή. Όσο σταδιακά στη μεταβίβαση αναδύεται το στοιχείο της αυτό-ανάλυσης βλέπουμε ότι ο αναλυόμενος τείνει όλο και λιγότερο να χρησιμοποιεί τον αναλυτή σαν οθόνη των προβολών ή να τον αποδεχθεί για τις ενδοβλητικές του ιδιότητες, αλλά αντίθετα υποθέτει ήρεμα την παρουσία του αναλυτή σα βοήθημα στη διαδικασία της γνώσης του Εαυτού, και συνεπώς σα στοιχείο όχι στενά καθορισμένο στο εσωτερικό ή στο εξωτερικό του ψυχισμού του" (1987, p.251).
Όσον αφορά σε ό,τι αναφέρθηκε σχετικά με αυτό που όρισε ως συγκεκριμένη κατηγορία μεταβίβασης (εκείνη δηλαδή που χαρακτηρίζεται από την χρήση του setting και της ψυχαναλυτικής διαδικασίας) το απόσπασμα που μόλις αναφέρθηκε του Bollas εκφράζει καλά, κατά την γνώμη μας, εκείνο το διαδικαστικό continuum που χαρακτηρίζεται ουσιαστικά, σε ένα δεδομένο κομμάτι, από την προσφορά, από τον δανεισμό λειτουργιών του ψυχισμού του αναλυτή στον ασθενή και, σ' ένα ακόλουθο κομμάτι, από τη βαθμιαία ανάδειξη μιας ικανότητας αυτό-παρατήρησης, συμβολοποίησης, επεξεργασίας στον ασθενή (η υποκειμενοποίηση)
III Μέχρις εδώ, με όρους αντιμεταβίβασης, περιγράψαμε τη φύση, την ποιότητα, και τα αναγκαία όρια, της συνεισφοράς του ενός εκ των δύο υποκειμένων, του αναλυτή, στον άλλο, τον αναλυόμενο. Όμως μπορούμε να περιγράψουμε αυτήν την ίδια διαδικασία με πιο γενικούς όρους, συνδέοντας σ’ αυτή, τουλάχιστον μερικώς, αυτήν την πλευρά της αντιμεταβίβασης; Ουσιαστικά, για να επαναλάβουμε μία δική μας διαπίστωση που ήδη προτείναμε πιο πάνω: η αναγκαιότητα του άλλου, το αναπόφευκτο και η χρησιμότητα για τον ψυχισμό του υποκειμένου, το παράδοξο αναπόφευκτο του γεγονότος ότι η σχέση με τον άλλο καθιστά εφικτό να γίνει κανείς ο εαυτός του, δηλαδή ένα άτομο, προϋποθέτει όχι μόνο την συνεισφορά του άλλου στη σύσταση του ατομικού εαυτού, αλλά και την συνεισφορά στον άλλο εκ μέρους του ατομικού εαυτού.
Αυτή η τελευταία θέση είναι δίχως άλλο λιγότερο διερευνημένη, αλλά υπονοείται, κατά τη γνώμη μας, στο έργο του Winnicott. Θα συνεχίσουμε σ΄ αυτήν την εργασία προσεκτικής εξέτασης της σκέψης του, προσπαθώντας να αναδείξουμε αυτό το στοιχείο και να εξάγουμε, αν είναι δυνατόν, τις κλινικές τους συνήθειες.
Ας γυρίσουμε λοιπόν στα συναισθήματα πλήξης και απάθειας που ο αναλυτής μπορεί να βιώσει στη διάρκεια της ψυχαναλυτικής θεραπείας με ορισμένους ασθενείς, συναισθήματα τα οποία ο Winnicott φαίνεται να υπαινίσσεται με την αναφορά του στη σημασία του να είναι κανείς ξύπνιος, ζωντανός και να είναι καλά, στην ουσία του να είναι "ο εαυτός του".
Είναι ο Mashud Khan (1978) που μας δείχνει τον δρόμο για να εντοπίσουμε την προέλευση του ενδιαφέροντος του Winnicott γι' αυτά τα συναισθήματα. Διακρίνοντας το boring (προκαλώ πλήξη, ενοχλώ, κουράζω) από το boredom (πλήξη, έλλειψη ενδιαφέροντος) ο Mashud Khan διατυπώνει την υπόθεση ότι το πρώτο, το boring, έχει την ιδιότητα της "αντικοινωνικής τάσης" (Winnicott, 1956) και υποδηλώνει ένα αίτημα και μια ελπίδα, εκεί όπου το δεύτερο, το boredom- η πλήξη- είναι μια οργανωμένη και αμυντική διάθεση και μια ψυχική δομή. Αναλόγως το να αισθάνεται κανείς πλήξη (feeling bored) είναι μια φυσιολογική κατάσταση που διαφέρει από το προκαλώ πλήξη (being boring). Αναζητώντας στα έργα του Winnicott αυτά που προηγήθηκαν της ιδέας του ότι το να προκαλεί κανείς πλήξη είναι το σύμπτωμα μιας ψυχιατρικής ασθένειας, ο Mashud Khan φθάνει μέχρι τα πρώτα "παιδιατρικά" γραπτά του Winnicott, το Clinical Notes on Disorders of Childhood (1931) όπου περιγράφεται "το ανήσυχο και ταραγμένο παιδί που δεν είναι ικανό να επεξεργασθεί και να κυριαρχήσει ψυχικά μέσω του παιχνιδιού τη διέγερσή του το άγχος του, κάνοντάς τα έτσι "συμπεριφορικές nuisances". Αυτή η φάση της εμπειρίας του Winnicott, συνεχίζει ο Khan, βρίσκει την πρώτη θεωρητική διατύπωσή στο δοκίμιο σχετικά με τη "Μανιακή άμυνα" (1935), στο οποίο – ως γνωστόν- αυτός υποστηρίζει "ότι έφθασε να συγκρίνει την εξωτερική πραγματικότητα, όχι τόσο με την φαντασία, όσο με την εσωτερική πραγματικότητα". Η μανιακή άμυνα είναι μια προσπάθεια να αρνηθεί κανείς (to deny) την εσωτερική πραγματικότητα, είναι μια φυγή προς την εξωτερική πραγματικότητα και μια προσπάθεια να διατηρήσει την εμψύχωση σε εκκρεμότητα.
Στη συνέχεια θ' αναφερθούμε εκτενέστερα, στην κεντρική σημασία που κατά τη γνώμη μας πρέπει να αποδοθεί σε εκείνο το χαρακτηριστικό της άρνησης της εσωτερικής πραγματικότητας. Αλλά είναι αναγκαίο εδώ να υπογραμμίσουμε ότι οφείλουμε στο Μashud Khan τη διεύρυνση του γουϊνικοτιανού όρου της μανιακής άμυνας συνδέοντας σε αυτή την ψυχοδυναμική εκείνης της ψυχολογικής κατάστασης που αναγκάζει ένα άτομο να είναι πληκτικό στην ανάλυση (1978, p.8): "ο ασθενής που προκαλεί πλήξη προσπαθεί να διατηρήσει τον παντοδύναμο έλεγχο πάνω στην εσωτερική του πραγματικότητα (μανιακή άμυνα) μέσω του καταναγκαστικού ελέγχου της γλώσσας και του υλικού. Η αφήγησή του είναι ένας απολιθωμένος χώρος όπου δεν μπορεί να συμβεί τίποτα (…). Ο ασθενής που μας επιβάλλει μια πληκτική αφήγηση δεν επιτρέπει στη γλώσσα ή στην μεταφορά να αλλάξει την εμπειρία του. Δημιουργεί ένα χώρο διαλόγου όπου αυτός και ο αναλυτής είναι και οι δυο παράλυτοι από την τεχνική της αφήγησης καθώς και από τα μονότονα και επαναλαμβανόμενα περιεχόμενα" (1978, p.9).
Αν ο αναλυτής "πρέπει να μάθει ν' αντέχει αυτόν τον "παραποιημένο διάλογο" προκειμένου να βοηθήσει τον ασθενή",μπορούμε να αναρωτηθούμε αν η προσπάθειά του να "μείνει ζωντανός, ξύπνιος και να είναι καλά", το να αντιτάξει την ζωή (aliveness) στην εκκρεμή εμψύχωση, στην ουσία στην κατάσταση της κατάθλιψης και του ψυχικού θανάτου (deadness) του αναλυόμενου, δεν αποτελεί ακριβώς εκείνη την συγκεκριμένη εργασία του αναλυτή για τον αναλυόμενο που εξετάσαμε και συζητήσαμε λεπτομερώς παραπάνω.
Το θέμα μας είναι ότι στη βάση των διαφόρων μορφών άρνησης της εσωτερικής πραγματικότητας και της εκκρεμούς εμψύχωσης, και των διαφορετικών βαθμών έντασης με τους οποίους η μανιακή άμυνα παρουσιάζεται στην ανάλυση, υπάρχει μια πρωτογενής ταύτιση (με όρους πρωτογενούς αμυντικού μηχανισμού) με ένα αντικείμενο καταθλιπτικό, "ψυχικά πεθαμένο για το παιδί", που οπωσδήποτε δε διαθέτει ζωτικότητα για το άτομο. Στη συνέχεια θα αναφερθούμε φυσικά εκτενέστερα στο κλασικό πλέον έργο του Green (1980) στο σύμπλεγμα της "νεκρής μητέρας" : αλλά θέλουμε εδώ να υπογραμμίσουμε ότι πιστεύουμε πως η σύνδεσή μας αυτής της ταύτισης μ' ένα πρωταρχικό πεθαμένο αντικείμενο, που δε διαθέτει ζωή, με την έννοια της μανιακής άμυνας όπως την περιγράψαμε ως τώρα, και με την έννοια της ψυχικής εργασίας που επιτελείται για τον άλλο είναι μια κεντρική σύνδεση της γουϊνικοτιανής κλινικής έρευνας, αν και όχι εξίσου διερευνημένης στους κλινικούς του "υποτροπιασμούς" (Bonaminio, Di Renzo, 2000). Σε αυτή τη διαδικασία πρωτογενούς ταύτισης με την μητέρα μας φαίνεται ότι είναι δυνατόν να εντοπίσουμε την αρχική βάση, ταυτισιακή επίσπευση αυτού του ψυχικού, σχεσιακού μηχανισμού που θα γίνει, στη συνέχεια, αυτό που ο Winnicott περιγράφει με όρους "επανόρθωσης (του παιδιού) σε λειτουργία της μητρικής άμυνας που οργανώνεται ενάντια στην κατάθλιψη".
IV. Στην πραγματικότητα η αντίληψη που ο Winnicott εκφράζει σε αυτό το κείμενο του 1948 αναφέρεται στην "ψευδή επανόρθωση" την οποία αντιμετωπίζει κανείς στην κλινική πρακτική: ψευδής γιατί δεν συνδέεται επακριβώς με την "ενοχή" του ασθενή, αλλά αφορά έναν άλλο. Καθώς, ως γνωστόν, από αυτήν την τόσο ριζοσπαστική σε σχέση με τις κλαϊνικές αντιλήψεις ……θεωρητικοποίηση προέρχονται οι κλινικές του ανακαλύψεις σχετικά με τον διχασμό που συνδέεται με τον ψευδή εαυτό (1960b) θεωρούμε, όπως υπογραμμίσαμε σε άλλες περιπτώσεις, ότι ο κεντρικός πυρήνας της διαμόρφωσης που αυτός περιγράφει, έχει, στον ίδιο το Winnicott, μια περιγραφική αξία πολύ πιο ευρεία, ικανή να εξηγήσει ευριστικά φαινόμενα ψυχοπαθολογικά και κλινικά πιο πρωτόγονα και πρώιμα στην δόμηση του Εαυτού σε ένα continuum (αλλά με σημαντικές ποιοτικές διαφορές) με τα πιο εξελιγμένα σχιζοειδή φαινόμενα με τα οποία αυτή η αντίληψη είχε συνδεθεί αρχικώς. Υπάρχει επιπλέον μια περαιτέρω διάσταση μεγαλύτερης αξίας σε αυτόν τον ισχυρισμό του Winnicott που μας ενδιαφέρει να υποδείξουμε μέσα σε αυτή την συνεισφορά: αυτή δηλαδή που σχετίζεται με την οπτικοποίηση της αναλυτικής σχέσης με όρους αναπόφευκτης σχέσης με τον άλλο. Ο Winnicott παρατηρεί στην αρχή αυτής της συνεισφοράς στο "Επανόρθωση σε λειτουργία της μητρικής άμυνας" ότι "αυτήν την ψευδή επανόρθωση την ανακαλύπτει κανείς στην ταύτιση του ασθενή με την μητέρα" και ότι "ο κυρίαρχος παράγοντας δεν είναι τόσο η ενοχή του ασθενή όσο η οργανωμένη άμυνα της μητέρας ενάντια στην δική της κατάθλιψη και τη δική της ασυνείδητη ενοχή". Στη συνέχεια παρατηρεί πως "η κατάθλιψη του παιδιού μπορεί να είναι η αντανάκλαση αυτής της μητέρας. (Το παιδί) τη χρησιμοποιεί για να γλιτώσει από την δική του ή εκείνη της μητέρας, πραγματοποιώντας έτσι μια ψευδή επιστροφή της, επιστροφή και επανόρθωση σε σχέση με τη μητέρα και εμποδίζοντας την ανάπτυξη μιας ικανότητας προσωπικής επιστροφής (….). Θα δούμε –συνεχίζει - πως αυτά τα παιδιά , σε ακραίες περιπτώσεις, έχουν ένα καθήκον που δεν μπορεί ποτέ να εκπληρωθεί. Πρέπει πρωτίστως να αντιμετωπίσουν τη διάθεση της μητέρας: το να καταφέρουν να εκπληρώσουν αυτό το καθήκον σημαίνει μόνο το να καταφέρουν να δημιουργήσουν μια ατμόσφαιρα στην οποία να μπορούν να ξεκινήσουν τη δική τους ζωή" (Winnicott, 1948, pp.112-114).
Όταν ο Winnicott προωθεί αυτές τις σκέψεις αρχίζει κατ’ουσίαν να περιγράφει την "ψυχική εργασία" που διεξάγεται για λογαριασμό του άλλου στο εσωτερικό του εαυτού μέσω της οδού της ταύτισης, εργασία η σπουδαιότητα της οποίας ποικίλλει σημαντικά μέχρι του σημείου να συμπεριλάβει την κατοχή του εαυτού εκ μέρους του άλλου.
Την "ύπαρξη" αυτού του καταθλιπτικού αντικειμένου στο εσωτερικό του εαυτού πραγματεύτηκε, όπως ήδη προαναφέραμε, στο δοκίμιό του ο Andre Green "Η νεκρή μητέρα" (1980) στην αρχή του οποίου, εισάγοντας τα προβλήματα του πένθους και της απώλειας, ο συγγραφέας αποσαφηνίζει ότι σκοπεύει να περιγράψει εκείνο το κλινικό σχήμα ενός "imago που διαμορφώθηκε στην ψυχή του παιδιού μετά από μια μητρική κατάθλιψη, μετασχηματίζοντας βίαια το έμψυχο αντικείμενο, πηγή της ζωτικότητας του παιδιού… (…). Η "νεκρή μητέρα" (1980) είναι, επομένως, μια μητέρα που διατηρείται στη ζωή, μα που είναι, κατά κάποιο τρόπο, ψυχικά νεκρή στα μάτια του μικρού παιδιού που φροντίζει" (1980, p.265).
Αν και ο Green δεν αναφέρει συγκεκριμένα αυτό το ιδιαίτερο δοκίμιο του Winnicott στο "Επανόρθωση σε λειτουργία της μητρικής άμυνας", εντούτοις δηλώνει ανοιχτά ότι είναι οι μελέτες του Winnicott (μαζί με αυτές των Kohut, Abraham, και Torok Rosolato) που αποτελούν "την πηγή του στοχασμού του" και της ανάπτυξης της σκέψης του σε αυτό το θέμα. Είναι η ταύτιση με το αντικείμενο με έναν πρωτογενή τρόπο (δηλαδή η ταύτιση με το χάσμα που δημιουργήθηκε από την αποεπένδυση) που αποτελεί το επίκεντρο της ανάλυσής του :
"Τέτοια υποθετική ταύτιση είναι σχεδόν υποχρεωτική όταν έχουν αποτύχει δευτερεύουσες αντιδράσεις (ψεύτικη χαρά, αναστάτωση, κ.τ.λ). Αυτή η αντιδραστική συμμετρία είναι το μοναδικό μέσο για να αποκαταστήσει μια ένωση με τη μητέρα, αν θέλουμε, με έναν τρόπο συμπάθειας. Πράγματι δεν πρόκειται για αυθεντική επανόρθωση, όσο για μιμητισμό, με σκοπό, δεδομένου ότι δεν είναι δυνατό να κατέχει το αντικείμενο, να συνεχίσει να το έχει γενόμενο όχι μόνο όπως το αντικείμενο, αλλά το ίδιο το αντικείμενο (…). Η ταύτιση πραγματοποιείται εν αγνοία του Εγώ του υποκειμένου και ενάντια στην επιθυμία του. Εξ ου και ο αλλοτριωμένος χαρακτήρας του (Green, 1980, p.276).
Με αυτήν την ταύτιση, που ο Green χαρακτηρίζει ως αλλοτριωτική, ασχοληθήκαμε εκτενέστερα σε προηγούμενες εργασίες σχετικές με την παιδική ανάλυση (1989, 1993), ορίζοντάς την ως "εγω-αλλότρια", αναπτύσσοντας δηλαδή μια έννοια που εξέφρασε ο τελευταίος Winnicott (1969) στο δοκίμιο σχετικά με "την τρέλα της μητέρας που εμφανίζεται στο κλινικό υλικό ως παράγοντας "εγω-αλλότριος".
Εδώ αντιθέτως μας ενδιαφέρει, για να ολοκληρώσουμε, να ξαναπιάσουμε το προηγούμενο θέμα, εκείνο δηλαδή της αντιμεταβίβασης ως εργασία που επιτελείται από τον άλλο (τον αναλυτή) για τον ασθενή και του αναπόφευκτου του άλλου για το υποκείμενο, και της ποιότητας της συνεισφοράς του, αυτό που παραπάνω ορίσαμε ως ποιότητα του αντικειμένου.
Ήδη τρία χρόνια πριν το προαναφερθέν δοκίμιο του 1948, ο Winnicott κάνει σαφή αναφορά, αν και en passant και με τρόπο φαινομενικά ανακόλουθο σε σχέση με το θέμα που σκοπεύει να πραγματευθεί, εκείνο δηλαδή της "πρωταρχικής συναισθηματικής ανάπτυξης" (1945), στην εργασία της αντιμεταβίβασης που (αυτός) ο αναλυτής, ως άλλος για τον ασθενή, πρέπει να επιτελέσει για αυτόν:
"Ο καταθλιπτικός ασθενής … ζητά, από τον αναλυτή του, να καταλάβει ότι η δουλειά του ως αναλυτής αποτελεί σ' ένα βαθμό την προσπάθειά του να αντιμετωπίσει τη δική του κατάθλιψη (του αναλυτή) ή καλύτερα το αίσθημα ενοχής και πόνου που προέρχονται από τα καταστροφικά στοιχεία που υπάρχουν στην αγάπη του (του αναλυτή).
Ακολουθώντας αυτή τη γραμμή σκέψης, για τον ασθενή που ζητά βοήθεια για την προκαταθλιπτική πρωταρχική σχέση με τα αντικείμενα είναι αναγκαίο ο αναλυτής να μπορεί να δει την αγάπη και το μίσος όχι μετατοπισμένα και διαφοροποιημένα ( concomitante) που αυτός ο αναλυτής αισθάνεται για αυτόν (1945, p.177).
Γνωρίζουμε πόσο αυτό το θέμα θα αναπτυχθεί στη συνέχεια το 1947 στο δοκίμιο πάνω στο "μίσος στην αντιμεταβίβαση", πέραν του ήδη αναφερθέντος δοκιμίου του 1948: σε αυτά τα δυο δοκίμια μπορούν να εντοπιστούν, κατά την γνώμη μας, εκείνοι (ως) οι σπερματικοί πυρήνες μιας αντίληψης που θα αναπτύξει στη συνέχεια, όπως προαναφέραμε.
Αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ να τονίσουμε είναι το "πρόωρο" αυτής της αναφοράς του Winnicott, στο δοκίμιο του 1945, στην "εργασία" που ο αναλυτής πρέπει να κάνει μέσα του με όρους αντιμεταβίβασης, καθώς αυτός είναι άλλος από τον ασθενή.
Όπως έξυπνα και εντυπωσιακά παρατηρεί ο Ogden, σχολιάζοντας ακριβώς αυτό το κείμενο του 1945: "Ο Winnicott λέει ότι ο αναλυτής πρέπει να αντιμετωπίσει την κατάθλιψη της μητέρας (εσωτερικό αντικείμενο) του ασθενή που προβάλλεται μέσα του. Μόνο αν είναι σε θέση να εμπεριέξει/ συζήσει με την εμπειρία της κατάθλιψης της μητέρας (εσωτερικό αντικείμενο) διατηρώντας την ξεχωριστή από την δική του, ο αναλυτής θα μπορέσει να βιώσει την παθολογική προσπάθεια του ασθενή να προκαλέσει ανακούφιση στον ψυχολογικό πόνο της μητέρας (που τώρα γίνεται αισθητός τοποθετούμενος στον αναλυτή) ενδοβαλλόμενος στον ίδιο ως βλαβερό ξένο σώμα" (2001, p.121).
Με άλλα λόγια όταν ο Winnicott μιλά για την σημασία του να είναι κανείς ζωντανός και ξύπνιος αναφέρεται σαφώς σε μια εργασία που επιτελεί ο αναλυτής, όπως δηλώνει πλέον ανοιχτά στην εργασία του 1960 που αφιερώνεται στην "Αντιμεταβίβαση":
"Θα επιθυμούσα…οι απόψεις μου σε αυτό το θέμα να ανακαλούνται ως προς το ότι υποστήριξα ότι μεταξύ ασθενή και αναλυτή υπάρχει η επαγγελματική στάση του αναλυτή, η τεχνική του, η εργασία που κάνει με τον ψυχισμό του. Μπορώ να το πω αυτό –συνεχίζει- γιατί δεν είμαι διανοούμενος και γιατί, ας πούμε, εργάζομαι πολύ με ένα σωματικό Εγώ. Και εντούτοις θεωρώ ότι λειτουργώ στην αναλυτική μου δραστηριότητα με μια ψυχική προσπάθεια ελαφριά αλλά αισθητή" (1960).
Αυτή η αναφορά του Winnicott υπογραμμίζει την απόσταση, τη διαφορά, την αντίθεση των θέσεων μεταξύ των δυο συντρόφων του αναλυτικού ζεύγους, τον ένα που πηγαίνει στην ανάλυση κυρίως γιατί δεν αισθάνεται καλά και προσδοκεί να θεραπευθεί, εκεί όπου ο άλλος "θεωρείται" ότι είναι σε θέση να μπορεί να θεραπεύει.
Όπως λέει ο Bollas (1995), ο αναλυτής κατέχει μια δική του υποκειμενικότητα που τον οδηγεί να επανεπεξεργαστεί ό,τι του αφηγείται ο άλλος και που καθιστά την ακρόαση του διαφορετική από εκείνη οποιουδήποτε άλλου ακροατή. Η προσωπική του ιστορία του δώρισε ένα ευρύ φάσμα ψυχικών περιεχομένων, που κάθε ασθενής παρόλα αυτά οργανώνει με διαφορετικό τρόπο: "Ακόμα και ως ασυνείδητο υποκείμενο είμαι ακόμα πλασμένος από την επίδραση του άλλου επάνω μου. Ο άλλος δίνει στον Εαυτό μου ένα νέο σχήμα".
Όπως ήδη παρατηρήθηκε σε μια προηγούμενη συνεισφορά (Bonaminio, 2003) στην οποία θα αναφερθούμε για να ολοκληρώσουμε, είναι αναγκαίο να διαχωρίσουμε την αντιμεταβίβαση, στην πιο ευρεία αποδοχή της που συμπεριλαμβάνει τις θεωρίες του αναλυτή, τις ερμηνείες του όπως και τις ασυνείδητες απαντήσεις του, από εκείνη την ιδιωτική περιοχή που αποτελείται από το πρόσωπο του αναλυτή. Για να αναπτύξουμε την εικόνα που προτείνει ο Winnicott, θα μπορούσαμε να πούμε ότι αν η αντιμεταβίβαση είναι η εργασία του αναλυτή – η ψυχική προσπάθεια ελαφριά αλλά αισθητή σε συνθήκες τυπικής ανάλυσης, και υποκείμενη σε έντονες αναταραχές με δύσκολους ασθενείς ή οπωσδήποτε σε συγκεκριμένες φάσεις της ανάλυσης- τότε το πρόσωπο του αναλυτή είναι αυτό που επιτελεί αυτήν την εργασία. Για να υιοθετήσουμε μια θεατρική μεταφορά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η εσωτερική σχέση μεταξύ αντιμεταβίβασης του αναλυτή και του προσώπου του, είναι η ίδια που υπάρχει ανάμεσα σ' έναν ηθοποιό που υποδύεται στη σκηνή ένα χαρακτήρα, γενόμενος ίδιος με αυτόν, που ζει έντονα τα πάθη που προκαλούνται από τη σκηνή, και ο συγγραφέας/ σκηνοθέτης που, δίχως να φαίνεται, παρακολουθεί από τα παρασκήνια την αναπαράσταση.
Από αυτή την οπτική μπορεί να ειπωθεί ότι η αντιμεταβίβαση είναι ένα εργαλείο εργασίας, ευρέως ασυνείδητο, το οποίο διαθέτει ο εαυτός του αναλυτή μπαίνοντας στο παιχνίδι, αλλά δεν είναι όλος ο εαυτός του. Αυτή η διαλεκτική ανάμεσα στον εαυτό του αναλυτή και την αντμεταβίβασή του φαίνεται ότι υπονοείται από το Winnicott στο απόσπασμα που ακολουθεί αυτό που προαναφέρθηκε:
"Ιδέες και συναισθήματα παρουσιάζονται στον ψυχισμό, αλλά αξιολογούνται και εξετάζονται προσεκτικά πριν να προωθηθεί μια ερμηνεία. Αυτό δε σημαίνει ότι τα συναισθήματά μου δεν εμπλέκονται. Από τη μια πλευρά μπορώ να έχω στομαχόπονο αλλά αυτό δεν επηρεάζει την ερμηνευτική μου εργασία και απ' την άλλη η libido μου και η επιθετικότητά μου μπορούν εξίσου να διεγερθούν από μια ιδέα που υποβάλλει ο ασθενής, αλλά και αυτό το γεγονός συνήθως δεν επιδρά σε αυτό που λέω, στο πως και πότε το λέω" (1960, p.208).
Θα μπορεί να παρατηρηθεί – και συμφωνούμε επ’αυτού- ότι σήμερα θα ήταν δύσκολο να φανταστούμε ότι "η αμείωτη υποκειμενικότητα του αναλυτή" (Renik, 1993) δεν επιδρά, αναπόφευκτα, στον τρόπο με τον οποίο ερμηνεύει και απαντά στον ασθενή, ο οποίος έρχεται σε επαφή με αυτόν στην βάση των δικών του συγκρούσεων αλλά επίσης ως απάντηση αυτού που προέρχεται από τον αναλυτή. Παρόλα αυτά, για να το πούμε βάσει μιας άλλης οπτικής και εκ νέου με τον Bollas, o ασθενής ( όπως ο αναλυτής) γνωρίζει ότι συνεισφέρει ασυνείδητα στο όνειρο του αναλυτή αυτός χρησιμοποιεί τον αναλυτή- με τη σημασία που ο Winnicott (1968) αποδίδει στη χρήση του αντικειμένου ως κάτι το διαφορετικό από το να μπεις σε σχέση με το αντικείμενο- σαν έναν σημαντικό συμμετέχοντα, γνωρίζει ότι επηρεάζει το ασυνείδητο του αναλυτή αλλά όχι τη συνείδησή του ως τέτοια. Έτσι η privacy διασφαλίζεται (p.9).
H αναφορά του Winnicott "στο στομαχόπονο" μας είναι χρήσιμη επιπλέον για έναν άλλο λόγο: δηλαδή, ως "προσωπικό δεδομένο" που δημιουργείται στον αναλυτή, που ανήκει δηλαδή στην ακεραιότητα ψυχή-σώμα του αναλυτή και όχι ως "απάντηση", αν και ιδιοσυγκρασιακά, σε αυτό που ο ασθενής τον "έκανε να αισθανθεί".