Εκτός από τις μεγάλες ποιητικές και πολιτικές μεταμορφώσεις του, ο αιώνας του τραγικού θεάτρου παρουσίασε και μια , σχετικά άγνωστη και δευτερεύουσα, εικαστική μεταβολή στην όψη του θεού της ιατρικής. Στους προηγούμενους αιώνες τα αγάλματα του Ασκληπιού τον παρουσίαζαν ως έναν γελαστό αμούστακο νέο. Από τον 5ο αιώνα π.χ. ο Ασκληπιός είναι ένας ώριμος γενειοφόρος άνδρας. Η κυριότερη όμως διαφορά στη νέα του όψη ήταν μια μελαγχολική έκφραση που δεν οφειλόταν μόνο στην έγνοιά του για τον ανθρώπινο πόνο. Ο 5ος αιώνας τόνιζε έτσι περισσότερο την έκβαση του μύθου του . Σύμφωνα με το μύθο ο Ασκληπιός είχε φτάσει στο σημείο να ανασταίνει τους νεκρούς (και αυτό , η θεραπευτική του παντοδυναμία, απεικονιζόταν στα παλιότερα αγάλματα). Στον αιώνα όμως της τραγικής προσωπίδας, όταν οι αρχαϊκοί μύθοι επανεξετάζονταν στο νέο φώς του τραγικού λόγου, αναδύεται στα αγάλματα του Ασκληπιού η μελαγχολική έκφραση της έκβασης . Η έκβαση λοιπόν , στο μύθο , περιγράφει ότι ο Πλούτωνας παραπονέθηκε στο Δία γιατί η ανάσταση των νεκρών ερήμωσε τον Άδη. Και τότε, η παντοδυναμική χρήση του θεραπευτικού ( θα έλεγα) ¨θεσμού¨ κεραυνοβολήθηκε . Ο χτυπημένος Ασκληπιός μετατοπίστηκε στον αστερισμό του Οφιούχου. Αλλά η θεραπεία ξανάρχισε στη γή από μιά νέα θεραπευτική στάση : και αυτή ακριβώς υποσημαίνεται με τη μελαγχολική έκφραση των αγαλμάτων του Ασκληπιού, στον αιώνα του τραγικού θεάτρου.
Όλα αυτά δεν θα είχαν τόσο ενδιαφέρον , αν δια μέσου των χιλιάδων μεταμορφώσεων που επακολούθησαν μέχρι σήμερα δεν υπήρχαν μερικές σταθερές (invariants) μέσα στα προβλήματα και των δικών μας θεσμών (institutions). Δεν θα είχαν ενδιαφέρον , αν μερικοί ιεραρχικά κορυφαίοι δεν παρουσίαζαν ένα σύνδρομο που θα το ονόμαζα ¨ παντοθεσμία¨ (omniinstituting) .
Ο Winnicott μας δίδαξε την έννοια της χρήσης του αντικειμένου (the use of the object). Αν στη θέση του αντικειμένου βάλουμε τον θεσμό -- use of the institution—βρισκόμαστε και πάλι αντιμέτωποι με το γεγονός ότι δεν αρκεί να έχεις ψυχαναλυτικό θεσμό, πρέπει να παραιτηθείς από την παντοδυναμική χρήση του. Αυτό ακριβώς είναι που δεν επιτυγχάνεται στην παντοθεσμία.
Εδώ θα κλείσω αυτόν τον πρόλογο, που όπως όλοι οι πρόλογοι γράφτηκε εκ των υστέρων (by deffered action).
Στην ψυχανάλυση, η μεταβίβαση δεν είναι απλώς μια διεργασία επανενεργοποίησης των ασυνειδήτων επιθυμιών, στον οποιοδήποτε διαπροσωπικό χώρο. Είναι η σκηνική πραγματοποίηση αυτής της άφθαρτης εγγραφής των μνημονικών ιχνών που, καθώς επανεπενδύονται, αναδύεται ως προσωπιδοφόρος επιθυμία εκ του νεκρού χρόνου στον επίκαιρο χώρο της κανονικής ψυχαναλυτικής σχέσης. Η μεταβίβαση είναι η εν τω μεταμορφωτικώ αναγενάσθαι συμβολή νεκρού και ζωντανού χρόνου, ένα συμβολικό γεγονός με αναπόδραστη αμεσότητα, όπως η θεατρική παράσταση της οποίας η διαδραμάτιση προϋποθέτει την απόκρυψη του θεατρικού κειμένου στο υποβολείο. Το κείμενο του υποβολέα έχει μορφή, αλλά δεν έχει θεατρική υπόσταση, η θεατρική υπόσταση προϋποθέτει τη σκηνική πραγματοποίηση.
Η σκηνική πραγματοποίηση (δηλαδή μια ειδική, άρα και μερική, αλλά και εναλλάξιμη πραγματοποίηση της εγγεγραμένης μορφής) φανερώνει το γραμμένο έργο, αποκρύπτοντας τον υποβολέα. Στο θέατρο, ο υποβολέας καλύπτεται από τη φαινομενική προσωπίδα του υποβολείου. Αλλά και χωρίς υποβολέα ή υποβολείο, η ουσιαστική προσωπίδα είναι η γλώσσα του θεατρικού κειμένου, δια μέσου της οποίας οι ηθοποιοί αναπνέουν ζωντανεύοντας το έργο. Αφ' ετέρου, στη μεταβιβαστική σχέση, η προσωπίδα (η οποία υποβάλλει αντίστοιχα) είναι η παρουσία του αναλυτή, που λειτουργεί (είτε πίσω από το ντιβάνι είτε σε εμφανή θέση) ως μάγος προσωπιδοφόρος χάρη στις προβολές του αναλυόμενου. Έτσι, μου είναι απαραίτητο να εισάγω τον όρο ψυχαναλυτική σκηνή αν πρόκειται να μιλήσω για μεταβίβαση.
Αδύνατον να υπάρξει θεατρική παράσταση χωρίς κανονική θεατρική σκηνή, αλλά εξίσου αδύνατον να υπάρξει μεταβίβαση χωρίς κανονική ψυχαναλυτική σκηνή. Κανονική, σημαίνει σύμφωνη προς τους κανόνες.
Είναι γνωστό ότι ο Freud
καταδίκασε την εκδραμάτιση και θεώρησε τη μεταβίβαση ως ένα τρόπο εκδραμάτισης. Αλλά θεωρεί, επίσης, τη μεταβίβαση ως το πεδίο της μάχης στο οποίο πρέπει να κερδίσουμε τη νίκη! Ποτέ δεν διαφοροποίησε με σαφήνεια τα φαινόμενα επανάληψης της εκδραμάτισης από τα φαινόμενα επανάληψης της μεταβίβασης. Η στάση αυτή του Freud
είναι, νομίζω, σαφέστατη.
Η διαφορά μεταβίβασης και εκδραμάτισης δεν είναι δυνατόν να κατανοηθεί χωρίς τη διευκρίνιση του κοινού εδάφους μεταξύ των δύο. Και στις δύο περιπτώσεις πρόκειται για διαδραμάτιση στο διαπροσωπικό χώρο, τον προσιτό δια των αισθητηρίων : η διαδραμάτιση αυτή είναι ένας τρόπος επαναφοράς του παρελθόντος στο παρόν, σε αντίθεση από τον άλλο τρόπο που έγκειται στο να θυμηθούμε το παρελθόν. Όταν ο Freud
γράφει ότι ο ασθενής παίζει το παρελθόν εμπρός μας, αντί να μας πληροφορεί γι΄αυτό, περιγράφει τη δραματική φύση της επανάληψης ως κοινό στοιχείο της εκδραμάτισης και της μεταβίβασης.
Εξάλλου, ακόμα και στις λέξεις που επέλεξε ο Freud
για την εκδραμάτιση – agieren- και την εκτόνωση δια της θεραπευτικής επαναβίωσης – abreagieren- συναντάμε το κοινό έδαφος εκδραμάτισης και μεταβίβασης, δια της καθαρτικής μεθόδου. Η καθαρτική μέθοδος της ψυχανάλυσης (που κατάγεται από την αριστοτελική κάθαρση δια της έλλογης μίμησης πράξεως) ή η καθαρτική μέθοδος δια του abreaction (η οποία συνορεύει με την άχρηστη εκδραμάτιση) εγκαταλείφθηκε επισήμως από τον Freud
στα τέλη του δέκατου-ένατου αιώνα . Αλλά είναι κοινό μυστικό ότι ανεπισήμως η καθαρτική μέθοδος ενυπάρχει μέχρι σήμερα στο δραματικό γεγονός της μεταβίβασης, παρ’ όλο ότι η εκτόνωση δια της μεταβίβασης οριοθετείται από την ματαίωση δια του ψυχαναλυτικού <<κενού>> και από την όδωση του έναρθρου λόγου. Το ψυχαναλυτικό <<κενό>> ( ως τεχνική της ψυχαναλυτικής κατάστασης) όπως και το κοίλον ενός μουσικού οργάνου, μας οδηγεί στη λειτουργία της διάτρητης προσωπίδας. Σε αντίθεση με τη μαγική προσωπίδα, την οποία η μεταβίβαση προβάλλει πάνω στον αναλυτή, οι τρύπες της τραγικής προσωπίδας των Ελλήνων λειτουργούν χάριν του <<ηχείν δια μέσου>>, δηλαδή χάριν του ποιητικού λόγου που ηχεί δια μέσου της γλώσσας ως προσωπίδας. Αφ΄ετέρου, ο ζωντανός ψυχαναλυτικός λόγος (εκ του οποίου προκύπτει η ψυχαναλυτική θεωρία) είναι λόγος αντίστοιχος με την πράξη της εκδραμάτισης. Και δια του δραματικού διαλόγου των ελεύθερων συνειρμών και των ερμηνειών, άγεται η εκτόνωση της μεταβιβαστικής διαδραμάτισης. Αλλά η εκτόνωση άγεται όχι δια των ήχων κάποιας σύριγγος, εδώ πρόκειται για εκτόνωση οριοθετημένη δια του έναρθρου λόγου. <<Ο άνθρωπος βρίσκει στο λόγο ένα υποκατάστατο της πράξης, και χάρη σ΄αυτό το υποκατάστατο το συναίσθημα μπορεί να εκτονωθεί σχεδόν με τον ίδιο τρόπο>>. Ταυτοχρόνως, η προοδευτική αξιοποίηση της ασυνείδητης σημασίας διά της ανάλυσης της μεταβίβασης οδηγεί τελικά τη μεταβίβαση στη διαφορά της από την εκδραμάτιση.
Έτσι, η κανονική μεταβίβαση γίνεται τελικά (δια μέσου της λειτουργίας της προσωπίδας ως πλαισίου μεταβίβασης) συνομιλούμενον εν ανθρώποις αίτημα ενορμησιακής ικανοποίησης. Το αίτημα, εδώ νοούμενο ως ομιλητική διαπραγμάτευση μεταξύ προσώπων, υπάγεται σε νόμους που οργανώνουν το απόλυτο ΝΑΙ του ασυνειδήτου με το ΟΧΙ της ελευθερίας διά της στέρησης. Αυτοί οι οργανωτικοί νόμοι; που αντιστοιχούν στους φροϋδικούς όρους π.χ. abstinence, mirror, surgeon’s model κ.λ.π., υπάρχει κίνδυνος να θεοποιηθούν (και δεν φταίει ο Freud
γι’ αυτό). Αν θεοποιηθούν, τότε οι οργανωτικοί νόμοι της ψυχαναλυτικής κατάστασης θα παίξουν το ρόλο της μαγικής προσωπίδας, σαν να μην έφθανε ο αναπόφευκτος κίνδυνος της μαγικής προσωπίδας που προβάλλει η μεταβίβαση πάνω στον ψυχαναλυτή. Η πρότασή μου αφορά στη λειτουργία της τραγικής προσωπίδας των Ελλήνων, δηλαδή σε μια ποιητικά, αλλά και πολιτικά, επαναστατική αντίληψη των οργανωτικών νόμων της παράστασης. Έχω τη γνώμη ότι η κανονική μεταβίβαση, η μεταβίβαση ρυθμιζόμενη από τους οργανωτικούς κανόνες της ψυχαναλυτικής κατάστασης, βασίζεται στη λειτουργία της τραγικής προσωπίδας που είναι μια, μοναδική στην ιστορία της ανθρωπότητας, διαφοροποίηση από τη μαγική προσωπίδα.
Δεν υπάρχει καμιά πολιτισμική παράδοση, κανένας τόπος πάνω στη γη όπου να μη συναντήσουμε την προσωπίδα, προσδιορισμένη από τη μαγική της λειτουργία. Όταν ο άνθρωπος φοράει προσωπίδα κρύβοντας την όψη του, εκδηλώνει την επιθυμία του να είναι ένας άλλος, άγνωστος, αλλά συγχρόνως φανερός άλλος – ένας άλλος αισθητηριακά αντιληπτός. Έτσι, η προσωπίδα κρύβοντας την κοινωνική ταυτότητα του ανθρώπου με μια άλλη που λειτουργεί ως μνημονικό παραπέτασμα (memory screen), φανερώνει επιθυμίες ανομολόγητες από το συνειδητό του εγώ. Κατ’ επέκταση, όταν ο άνθρωπος βλέπει την προσωπίδα απέναντί του προβάλλει επάνω της το δικό του άγνωστο, φανερώνοντας έτσι το ασυνείδητο διά της αποκρύψεως εμπρός στα μάτια του- το ασυνείδητο γίνεται αντιληπτό εκ των έξω.
Η παγκοσμιότητα της μαγικής προσωπίδας εξηγείται, αν σκεφτούμε το όνειρο ως το πρωτότυπό της. Το όνειρο, όπως το βλέπουμε εν ύπνω και όχι το όνειρο που αφηγούμαστε εν εγρηγόρσει – το έκδηλον του ονείρου – είναι το πρωτότυπο της μαγικής προσωπίδας. Η ψυχανάλυση μας διδάσκει ότι αυτό που βρίσκεται στο ασυνείδητο δεν βγαίνει στο όνειρο παρά μόνο μασκοφορεμένο διά των ημερησίων καταλοίπων. Βεβαίως, τα ημερήσια κατάλοιπα εν ονείρω, φαίνονται αλλά δεν αναγνωρίζονται ως τέτοια, γιατί το όνειρο είναι μαγικό, δηλαδή βασίζεται εκφραστικά στην πρωτογενή διαδικασία. Όταν θυμηθούμε το όνειρο, τότε μόνο, εν εγρηγόρσει, αναγνωρίζουμε την ομοιότητα των ημερησίων καταλοίπων με τα γεγονότα της αντικειμενικής πραγματικότητας. Το όνειρο, παρά την ασυναρτησία της ροής του, βασίζεται στην ομοιότητα, σε αντίθεση με τα γλωσσικά σημεία της αφηγηματικής ροής που βασίζονται σ’ αυτό που ο Σοσίρ ονομάζει αυθαιρεσία του σημείου. Και να γιατί η τραγική προσωπίδα πρέπει να μοιάζει με την ανθρώπινη όψη. Η προσωπίδα στο διαπροσωπικό χώρο αντιστοιχεί στα ημερήσια κατάλοιπα εν ονείρω, αλλά η προσωπίδα των Ελλήνων, παρά τις συνεχείς παρεμβολές των θεών, αφορά ουσιαστικά στη σχέση ανθρώπου με άνθρωπο, αφού το κύριο χαρακτηριστικό της είναι ότι διαρρέεται από ποιητικό λόγο ο οποίος προϋποθέτει ως προσωπίδα ένα γλωσσικό σύστημα, ένα κοινωνικό σύστημα λεκτικής αντιπροσώπευσης. Ώστε το πρωτότυπο της τραγικής προσωπίδας είναι τα ημερήσια κατάλοιπα όταν τα αναγνωρίζουμε, μετά το όνειρο. Και πράγματι, όλοι αναγνωρίζουμε κατά τη διάρκεια της τραγικής παράστασης την πλαστότητα της προσωπίδας ως θεατρικού σκεύους. Δεν συμβαίνει το ίδιο όχι μόνο κατά τη διάρκεια του ονείρου που, όπως είπαμε, τα ημερήσια κατάλοιπα δεν αναγνωρίζονται καθώς εντάσσονται στη μαγική προσωπίδα της πρωτογενούς διαδικασίας του ονείρου, αλλά και κατά τη διάρκεια της μεταβίβασης, όταν οι υπερβολές του setting παρουσιάζουν τον αναλυτή ως μαγική προσωπίδα της ψυχαναλυτικής σκηνής.
Επανέρχομαι λοιπόν στο ότι η κανονική μεταβίβαση γίνεται τελικά συνομιλούμενον εν ανθρώποις αίτημα ενορμησιακής ικανοποίησης, χάρη στη λειτουργία της προσωπίδας που (ως πλαίσιο της μεταβίβασης) οριοθετεί τους εξωγλωσσικούς παράγοντες με έναν τρόπο που επιτρέπει στους γλωσσικούς παράγοντες να αποκτήσουν τραγική ή ψυχαναλυτική υπόσταση. Το συνομιλούμενον τελικά εν ανθρώποις αίτημα διατυπώνεται με αφετηρία την επανενεργοποίηση μνημονικών ιχνών, δηλαδή την επιθυμία. Ο άνθρωπος βλέπει πάντα στο παρελθόν : κατ’ αρχήν διότι απαιτείται ένας χρόνος για την κίνηση του φωτός. Το φως δεν μεταδίδεται ακαριαία. Έχει μετρηθεί ότι απαιτείται ένα ολόκληρο δευτερόλεπτο για να διατρέξει τριακόσιες χιλιάδες χιλιόμετρα. Μ’ άλλα λόγια, αυτό που βλέπευμε τώρα στο άστρικό νεφέλωμα <<Ανδρομέδα>> είναι κάτι που, εκεί, συνέβη ένα εκατομμύριο χρόνια πριν εμφανιστεί ο άνθρωπος στη Γή. Ο άνθρωπος λοιπόν βλέπει πάντα στο παρελθόν, ούτως ή άλλως. Διότι η ψυχική πραγματικότητα του ακαριαίου χρόνου ή της αχρονικότητας, δηλαδή το ασυνείδητο με τις πρωτογενείς του ψυχικές διαδικασίες και την αφθαρσία του απωθημένου, το βασίλειο του απόλυτα παντοδύναμου <<ναι>> δεν μας φτάνει. Χρειαζόμαστε το <<όχι>> της ελευθερίας του ανθρώπου από αυτή τη δικτατορία των πρωτογενών διαδικασιών. Μ’ άλλα λόγια, χρειαζόμαστε την αναγνώριση της φθαρτότητάς μας ή την αναγνώριση του μεγέθους ενός δευτερολέπτου.
Η τραγική προσωπίδα οριοθετεί τη μαγεία της αφθαρσίας του κοινωνικού ονόματος ή της απωθημένης παράστασης, με το να φαίνεται ότι είναι απροκάλυπτα πλαστή. Έτσι μόνο, χωρίς να παρακάμπτεται η ανθρωπίνως απαραίτητη ομοιότης, η ομοιότης καταγγέλεται. Και έτσι μόνο, χωρίς να παραγνωρίζεται η ανθρωπίνως υποχρεωτική καταγωγή, η καταγωγή καταγγέλεται.
Στην <<Ορέστεια>>, η δυνατότητα ανατροπής της επιστροφής των Ερινύων πραγματοποιείται διά της ποιητικής ανάδυσης των Ευμενίδων, η οποία δεν είναι απλή μετονομασία αλλά πολιτική πράξη καταγγελίας της ομοιότητας και της καταγωγής. Η έκβαση της δίκης εδώ είναι η δημιουργική ρήξη του οικογενειακού ντετερμινισμού και η είσοδος της ποιητικής δικαιοσύνης … αλίμονό μας, αν η δικαιοσύνη γίνει νόμος!
Στο <<Οιδίποδα επι Κολωνώ >>, η πρόταση της αθηναϊκής δημοκρατίας γίνεται πιο τολμηρή. Αυτός που έγινε βασιλιάς διά του λόγου και τυφλώθηκε κληρονομικώ δικαιώματι, παραμένει αγύριστο κεφάλι. Και υιοθετείται για δεύτερη φορά, από τους Αθηναίους τώρα… αλίμονό μας, αν η δικαιοσύνη γίνει νόμος !
Στην εργασία του Freud
<<Κατασκευές στην Ανάλυση >> (1937) γίνεται φανερό ότι η αλήθεια δεν είναι μία. Αλλά πρέπει να σεβόμαστε την ιστορία της μίας αλήθειας ώστε να μπορούμε να κατασκευάζουμε τις αλήθειες της θεραπείας – ή να μπορούμε να οικοδομήσουμε αυτό που ο Winnicott ονόμασε δυνητικό χώρο (potentional space) … αλίμονό μας αν η θεραπεία γίνει νόμος ! Η θεραπεία είναι το παιχνίδι του χρόνου που δημιουργεί νόμους σύμφωνα με την ιστορία της μίας αλήθειας. Όλο το ζήτημα έγκειται στο ότι η μαγική προσωπίδα θέλει να γίνεται η Ιστορία αυτοπροσώπως και έτσι αποτυγχάνουμε. Η τραγική προσωπίδα ως ιστορία της μίας αλήθειας ανοίγει διά της λειτουργίας της ( δηλ. διά του ποιητικού λόγου) τις αλήθειες των ποιητικών ή θεραπευτικών κατασκευών.
Η τραγική προσωπίδα είναι κατ’ αρχήν μια εξωτερική κατασκευή όπως και η αλήθεια είναι κατ’ αρχήν μια λέξη. Η πρώτη φαίνεται κατά γενική ομολογία ώστε να ακουστεί η δεύτερη κατά γενική συμφωνία. Το παιχνίδι του χρόνου τους θέτει (υιοθετεί) το ερώτημα : Τι είναι ο κόσμος; Η απάντηση που φαίνεται να ακούγεται διανοίγεται σε άπειρα παιχνίδια : ο κόσμος γίνεται αυτό που δημιουργεί ο άνθρωπος και που δεν θα μπορούσε να το δημιουργήσει ποτέ, αν δεν υπήρχε ο κόσμος.
Παράλληλα με τη δημοφιλή πρόταση : << ας πέσουν οι μάσκες, να φανεί η αλήθεια ! >> θα μπορούσε να κινείται η εξής πρόταση για το τι είναι η ψυχαναλυτική ερμηνεία : είναι, η ανατροπή της παθολογικής συμπεριφοράς διά της λεκτικής επικοινωνίας που εγκαθιστά ο ψυχαναλυτής σε σχέση με τον ψυχαναλυόμενο, έτσι ώστε να έχει προσδιορισθεί μια ασυνείδητη σημασία – μια λεγόμενη αλήθεια – που είχε επιστρέψει μασκοφορεμένη στον άρρωστο ως παθολογική συμπεριφορά. Αφ’ ετέρου, αν μιλούσαμε για ερμηνεία ονείρου, ερμηνεία είναι η ανα-γνωστική ανατροπή του εκδήλου περιεχομένου το οποίο παράγεται, ως μαγική προσωπίδα, διά της εργασίας του ονείρου.
Νομίζω όμως ότι στο σημείο αυτό οι δημοφιλείς προτάσεις περί ανατροπής προσκρούουν στη λειτουργική αξία της τραγικής προσωπίδας αλλά και του διαπλεκόμενου μύθου ως λεκτικού ισοδυνάμου μαγικής προσωπίδας του εν εγρηγόρσει ονειρεύεσθαι – δηλαδή, στοιχείων απαραιτήτων αν πρόκειται για το ζήτημα της αλήθειας. Πιστεύω τόσο απαραιτήτων, όσο και η νευροφυσιολογική σύναψη, ή το φροϋδικό αλεξιερεθιστικό σύστημα, ή το Bιονικό contact-barrier (το φράγμα επαφής το οποίο δομείται από ¨στοιχεία άλφα¨, μεταξύ ασυνειδήτου και συνειδητού).
Έτσι λοιπόν, η έγκυρη ερμηνεία πρέπει να βασίζεται στη λειτουργία της τραγικής προσωπίδας, η οποία ζευγαρώνει (ως δυϊκός αριθμός) το για πάντα άγνωστο με το διά των αισθήσεων, την απόλυτη αλήθεια με το μύθο, τη θεία αδιαφορία με το ανθρώπινο πάθος της αγάπης, του μίσους και της γνώσης. Επομένως, η έγκυρη ερμηνεία δεν αναζητά την ανατροπή της λειτουργίας της τραγικής προσωπίδας αλλά την επανόρθωση μιας αποτελεσματικότερης χρήσης της έναντι της παθογόνου δυσλειτουργίας.
Όπως φανερώνει ο μύθος της ερωτευμένης Σεμέλης, η ανατροπή της φαινομενικής και μαγικής όψης του Δία χάριν της επιθυμίας της για την απόλυτη αλήθεια, την οδήγησε στην αυτοπυρπόληση. Έτσι, απλά, θέτουν οι Έλληνες το εκτυφλωτικό ζήτημα της αλήθειας, σε αντίθεση με το ζήτημα της διαφωτιστικής γνώσης: η αλήθεια την οποία επιθυμεί ο άνθρωπος δεν μπορεί να συναντηθεί ποτέ με την αλήθεια η οποία αδιαφορεί για τον άνθρωπο. Επομένως, αν υπάρχει ενόρμηση αλήθειας, η οποία κάνει χρήση της ¨σκοποφιλικής¨ ενέργειας προς απόκτηση κυριαρχίας ως ενόρμηση για γνώση (Freud, 1905), δεν μπορεί παρά να είναι ένα component instinct της ενόρμησης θανάτου. Πρέπει όμως να μην ξεχάσουμε δύο πράγματα.
Το ένα είναι ότι από αυτόν τον έρωτα της Σεμέλης και του Δία, γεννήθηκε ο Διόνυσος, ο θεός της θεατρικής προσωπίδας, ή μάλλον ο θεός προσωπίδα. Θα έλεγα ότι αντιστοίχως γεννήθηκε και το << ουδέν οίδα>> του νυμφόληπτου Σωκράτη, ή ο <<γνόφος>> του Διονυσίου Αρεοπαγίτη, ή το <<Ο>> του ψυχαναλυτή Bion. Η λειτουργία της προσοχής μας διασφαλίζει το φροϋδικό "meeting the stimulus halfway" : την υποδοχή του ερεθίσματος προϋπαντώντας το στα μισά του δρόμου, που θα διέτρεχε προς το μέρος μας. Η τραγική προσωπίδα, ως θεατρικό σκεύος επί σκηνής, διασφαλίζει την άσκηση ακριβώς αυτής της λειτουργίας της προσοχής. Όχι μόνο διότι αποτελεί διά της οπτικής ομοιότητας με την ανθρώπινη όψη ένα οικείο (" familiar" ) ερέθισμα αλλά διότι φανερώνει ταυτοχρόνως την ύπαρξη του ανοίκειου ( "unfamiliar" ) αγνώστου : και ως φράγμα επαφής με το άγνωστο, και ως περιέχον το άγνωστο.
Το άλλο πράγμα που δεν πρέπει να ξεχάσουμε είναι ότι αυτά που λέμε για την αλήθεια (χωρίς να γίνουμε στάχτη σαν τη Σεμέλη) είναι χάρη στη λεκτική φιλευσπλαχνία του Μύθου – η οποία προσφέρεται όχι μόνο στη φαινομενικότητα αλλά και στη φαινομενολογία.
Καταλήγοντας, θα έλεγα ότι η λειτουργία της τραγικής προσωπίδας συνοψίζει τις 3 διαστάσεις της Βιονικής επέκτασης του ψυχαναλυτικού αντικειμένου στον (εξωτερικό και εσωτερικό) χώρο της παρατήρησης, διά των αισθήσεων, διά του μύθου και διά του πάθους. Χάρη σ΄αυτήν την τρισδιάστατη επέκταση, το ψυχαναλυτικό αντικείμενο καθίσταται ερμηνεύσιμο.