Συνέντευξη Βασίλη Καψαμπέλη στο περιοδικό ΟΙΔΙΠΟΥΣ
Συνέντευξη του Ιωάννη Βαρτζόπουλου με τον Βασίλη Καψαμπέλη. Οιδίπους 15: 283-304, 2016.
Ο Βασίλης Καψαμπέλης είναι ψυχίατρος και ψυχαναλυτής, μέλος της Ψυχαναλυτικής Εταιρείας Παρισιού. Έκανε τις ιατρικές του σπουδές στην Αθήνα και την ψυχιατρική ειδικότητα στο Παρίσι, όπου ζεί και εργάζεται από το 1980. Οι εργασίες του πραγματεύονται κυρίως τις ψυχωσικές και οριακές παθολογίες, τις σχέσεις ψυχιατρικής ψυχοπαθολογίας και ψυχανάλυσης, την ανάλυση των ιδρυματικών αγωγών. Έχει δημοσιεύσει διάφορα βιβλία, το τελευταίο είναι το Εγχειρίδιο κλινικής ψυχιατρικής και ψυχοπαθολογίας τού ενηλίκου στις εκδόσεις των Presses Universitaires de France (δεύτερη έκδοση 2015), το οποίο ετοιμάζεται να κυκλοφορήσει και σε ισπανική μετάφραση. Κείμενά του βραβεύτηκαν με τα βραβεία Pierre Marty (1999), Évelyne et Jean Kestemberg (2002) και Maurice Bouvet (2004). Διετέλεσε διευθυντής τού νοσοκομείου Eau Vive της Εταιρείας ψυχικής Υγείας τού 13ου διαμερίσματος Παρισιού (1999-2006) και στη συνέχεια γενικός της διευθυντής (2006-2014). Τώρα διευθύνει το Κέντρο Ψυχανάλυσης αυτής της εταιρείας.
Πώς διαμορφώθηκε σε ένα νέο γιατρό της δεκαετίας τού 1970 η επιθυμία, η επιλογή της ψυχιατρικής και σε ποιο σημείο υπεισήλθε η ψυχανάλυση ;
Κατά τα γυμνασιακά και λυκειακά μου χρόνια, δεν είχα ιδιαίτερη έφεση για τα ιατρικά επαγγέλματα, και τα ενδιαφέροντά μου ήσαν κυρίως η φιλοσοφία, η λογοτεχνία, το θέατρο, η αρχαία ελληνική γραμματεία. Αλλά τα σύνδρομο τού καλού μαθητή ήταν ήδη ιδιαίτερα τυραννικό στην Μέση Παιδεία – δεν ξέρω εάν έκτοτε επιτάθηκε ή μετριάσθηκε, στην Γαλλία πάντως επιτάθηκε – και ήταν δύσκολο να φαντασθεί κανείς μια πορεία άλλη έξω από τις θετικές επιστήμες στην περίπτωσή μου. Στα τριάντα παιδιά της τάξης μου της τρίτης λυκείου στο Πειραματικό, σχολείο πού εντούτοις είχε μόνο θεωρητική κατεύθυνση, δεκαπέντε πήγαιναν για Πολυτεχνείο, επτά για Ιατρική, μόνο τρείς έπαιρναν θεωρητική κατεύθυνση, κυρίως Νομική. Διάλεξα λοιπόν την Ιατρική, πού μού φαινόταν η λιγότερο απομακρυσμένη από τα ενδιαφέροντά μου. Προερχόμουν από οικογένεια εκπαιδευτικών· η μητέρα μου ήταν κλασική φιλόλογος, ο πατέρας μου μαθηματικός. Το διάβασμα, η μελέτη, η σχολική επίδοση, ήσαν αξίες ιδιαίτερα σημαντικές. Όλα αυτά και η εργασία, η ακάματη εργασία... Η μητέρα μου έλεγε ότι ξεκούραση σημαίνει αλλαγή εργασίας. Δεν νομίζω ότι απομακρύνθηκα πολύ από αυτές τις προδιαγραφές κατά την διάρκεια της ζωής μου.
Καθώς συνέχιζα να μην νοιώθω ιδιαίτερη κλίση για την θεραπευτική, στα πρώτα μου φοιτητικά χρόνια στην Ιατρική στράφηκα προς την έρευνα, εντάχθηκα σε μια ομάδα τού εργαστηρίου βιοχημείας τού Πανεπιστημίου Αθηνών, και προσανατολίστηκα προς αυτό πού ονομάζεται γενικά σήμερα νευροεπιστήμες. Γνώρισα εκεί πολλούς συναδέλφους κοινών ανησυχιών, ιδιαίτερα τον Αντώνη Μοσχοβάκη, τον Γιώργο Παπανικολάου, την Ελένη Σαββάκη, και αργότερα τον Ηλία Κούβελα, μεγαλύτερό μας, πού ήταν ήδη στην Αμερική. Οι περισσότεροι έγιναν στη συνέχεια λαμπροί ερευνητές και καθηγητές προκλινικών μαθημάτων στις ιατρικές σχολές εκτός Αθηνών. Το 1976, τριτοετής φοιτητής, έκανα ένα fellowship σε ένα εργαστήριο τού National Institute of Mental Health (ΝΙΜΗ), χάρη στην Ελένη Σαββάκη, πού μόλις είχε ενταχθεί σ`εκείνη την ομάδα. Αντιμετώπιζα τότε σοβαρά το ενδεχόμενο να ακολουθήσω αυτή την πορεία μετά τον τέλος των πανεπιστημιακών μου σπουδών.
Και η ψυχιατρική και η ψυχανάλυση ;
Έζησα δύο μήνες την ζωή του εργαστηρίου τού ΝΙΜΗ, και επιστρέφοντας δεν είμουν βέβαιος ότι αυτή ήταν τη ζωή πού θα ήθελα να κάνω για τις επόμενες δεκαετίες... Επιπλέον, ζούσαμε εκείνη την εποχή όλο τον αναβρασμό της μεταπολίτευσης, την στράτευση στην πολιτική δράση, το όραμα κοινωνικού μετασχηματισμού. Χάρη στον Γρηγόρη Μανιαδάκη και τον Μανόλη Κογεβίνα, συμφοιτητές και φίλους ακριβούς πού γνώρισα στα πρώτα φοιτητικά μου χρόνια, και στους οποίους προστέθηκαν πολλοί άλλοι, ιδιαίτερα ο Νίκος Γκουγκουλής, συμμετείχα έντονα στην πολιτικοποίηση πού χαρακτήρισε τα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια. Και παράλληλα εντάχθηκα στο Θεατρικό Τμήμα τού Πανεπιστημίου Αθηνών, σύμφωνα με τα ενδιαφέροντά μου από τα μαθητικά μου χρόνια, ένταξη πού σημαδεύτηκε από καινούργιες σημαντικές συναντήσεις, όπως με την Αριστέα Σκούλικα, τον Νίκο Μαρκομιχελάκη, την Λίτσα Χαλκούση, και άλλους.
Την ίδια περίπου εποχή ο Γιώργος Παπανικολάου με έφερε σε επαφή με τον Τάκη Σακελλαρόπουλο, πού έψαχνε φοιτητές ιατρικής για να επανδρώσει τις ομάδες κατ`οίκον νοσηλείας πού οργάνωνε σε ιδιωτική βάση για ψυχωσικούς ασθενείς σε κρίση. Συνήθως συγκροτούσαμε ομάδες τριών νοσηλευτών, και κατά τις πρώτες εβδομάδες της κρίσης διαδεχόμασταν ο ένας τον άλλο δίπλα στον ασθενή, οκτώ ώρες ο καθένας : τρώγαμε μαζί, συζητούσαμε, δίναμε τα φάρμακα, κάναμε τις ενέσεις, κοιμόμασταν σε ένα ράντζο παραδίπλα. Πραγματικό σχολείο, ανεκτίμητο για την εξοικείωση με τις ψυχωσικές διαταραχές ! Ο Σακελλαρόπουλος έκανε μία με δύο συναντήσεις ομάδας την εβδομάδα, στην αρχή στο σπίτι τού ασθενούς. Άκουγε τις ερωτήσεις μας, ανέλυε τα δυναμικά των όσων διαμείβονταν στη σχέση θεραπευόμενου – θεραπευτή, έδινε συμβουλές, έβλεπε τον ασθενή παρουσία μας. Η συνάντηση με τον Σακελλαρόπουλο ήταν καθοριστική, από αυτές πού είναι μεγάλο προνόμιο να ζήσει κανείς σε μια ζωή. Η δοτικότητά του, ο ενθουσιασμός του, τα κλινικά του χαρίσματα, αποτέλεσαν βάση ταυτίσεων πού αναγνωρίζω μέσα μου έως σήμερα. Μέσα από αυτή την εμπειρία έγινε για μένα ο συγκερασμός πού αποτελεί μέχρι τώρα τη βάση της επιστημονικής μου πορείας : το ενδιαφέρον για τις ψυχονοητικές λειτουργίες και για την διανθρώπινη σχέση σαν παράγοντα αλλαγής (δηλαδή ο αντικειμενοτροπισμός σαν θεμέλιο της διάπλασης τού ανθρώπινου ψυχισμού), και άρα το αυτονόητο της σύζευξης ψυχιατρικής - ψυχανάλυσης, το πάθος για τις ψυχώσεις, η κλίση για μεθόδους μη ασυλικής αγωγής. Όταν τελείωσα τις σπουδές μου, κατευθύνθηκα προς την Γαλλία η οποία, χάρη στο εθνικό σύστημα ψυχικής υγείας πού είχε θεσπίσει από τις αρχές της δεκαετίας τού 1960, την λεγόμενη τομεοποίηση, ανταποκρινόταν ταυτόχρονα στις επιστημονικές μου επιλογές και στις πολιτικές μου πεποιθήσεις για δημόσια υγεία ποιότητας.
Στην αρχή υπήρχε ένα ενδιαφέρον για τις θεωρητικές επιστήμες, ακολούθησε η έρευνα στις θετικές επιστήμες και στη συνέχεια το ενδιαφέρον για τις ψυχονοητικές λειτουργίες και τις δυνατότητες που προσφέρει η ανθρώπινη συνάντηση. Στη διαδρομή αυτή φαίνεται ότι οι δεσμοί με τους ανθρώπους και οι ταυτίσεις με αυτούς έπαιξαν σημαντικό ρόλο. Στηρίζεσαι λοιπόν στην ανθρώπινη σχέση και επιλέγεις ένα γνωστικό αντικείμενο που την μελετά και την αναπτύσσει θεραπευτικά. Στην αρχή και στο τέλος ο άνθρωπος;
Ναι, σωστά ! Δεν το είχα δει έτσι, αλλά πράγματι, ποτέ δεν είχα ιδιαίτερη κλίση για να καταλάβω τις μηχανές (φυσική, χημεία, μηχανολογία γενικότερα), κι ας μού άρεσαν τα μαθηματικά. Με ενδιέφεραν περισσότερο αυτές πού λέγονται «επιστήμες της ζωής» γενικά, και ιδιαίτερα βέβαια αυτό το μοναδικό και επικίνδυνο προϊόν της εξέλιξης πού απειλεί να καταστρέψει όλες τις μορφές ζωής, περιλαμβανομένης και της δικής του.
Εννοείς τον άνθρωπο... Κάτι δεν πρέπει να κάνουμε γι' αυτό;
Δεν ξέρω ποιοι είμαστε οι «εμείς» τού πρώτου πληθυντικού πού πρέπει κάτι να κάνουμε γι αυτό.
«Εμείς, οι άνθρωποι» ; Ναι, χωρίς καμμιά αμφιβολία, έτσι κι αλλιώς κανείς άλλος δεν μπορεί να κάνει κάτι για μάς. Παρατηρώ άλλωστε ότι ακόμη και αυτοί πού πιστεύουν σέ κάποιον Θεό, δημιουργό και τελικό διαχειριστή της ζωής – μιλώ κυρίως για τούς τρείς μονοθεϊσμούς πού ξέρω κάπως καλύτερα – ποτέ, έξω κάποιες ελάχιστες εξαιρέσεις μεμονωμένων θεολόγων, δεν πρέσβευσαν την αποχή από τα πράγματα με την βεβαιότητα ότι ο Θεός τους θα επέμβει την κατάλληλη στιγμή ώστε να αποφευχθεί ο όλεθρος, ή τουλάχιστον την πεποίθηση ότι το ό,τι γίνεται είναι ανεξάρτητο από τα ανθρώπινα ενεργήματα και υπακούει αποκλειστικά στην βούλησή του. Νομίζω ότι και οι τρείς θρησκείες χρησιμοποιούν την θεϊκή βούληση περισσότερο σαν παρηγοριά, όταν τα πράγματα πάνε στραβά, παρά σαν a priori θέση· η αντίληψή τους μοιάζει κάπως με την έννοια τού πεπρωμένου της αρχαίας ελληνικής θρησκείας· υπογραμμίζει κυρίως το στοιχείο τρέλας πού εμπεριέχει κάθε αίσθηση παντοδυναμίας, και την σωφροσύνη της κάπως θλιμμένης υποταγής σε δυνάμεις πού μάς ξεπερνούν.
«Εμείς, οι πολίτες» ; ‘Ισως οι περισσότεροι άνθρωποι να προτιμούσαν κατά βάθος να ζουν υπό καθεστώς φωτισμένης απολυταρχίας, όπου κάποιος άλλος – εξ ορισμού καλών προθέσεων, παντογνώστης και ανιδιοτελής – παίρνει στη θέση τους τις δύσκολες αποφάσεις και αναλαμβάνει την ευθύνη της επιλεγόμενης πορείας. Αλλά ξέρουμε ότι κάτι τέτοιο είναι αδύνατον, ότι ο φωτισμένος μονάρχης δεν είναι τίποτε άλλο παρά κατά κόσμον Θεός, και αυτός με την σειρά του, προβολή γονικών μορφοειδώλων, ιδιαίτερα τού πατέρα. Ο Διαφωτισμός, στον οποίο ο Φρόυντ ήταν ιδιαίτερα προσηλωμένος, κανονικά μάς απάλλαξε από τέτοιου είδους φενάκες, αν και ο αποφενακισμός είναι πάντα επώδυνος, καθότι αγχογόνος, και κατά συνέπεια αμφιθυμικός.
Άρα λοιπόν μόνοι μας, και μόνο μόνοι μας, μπορούμε να βρούμε – ή να μην βρούμε – τις λύσεις ώστε να αποφύγουμε καταστροφές και δυστυχίες, και δεν μπορούμε να το κάνουμε παρά σαν πολίτες, δηλαδή συλλογικά, και συγκεκριμένα με πρότυπο την νευρωσική λειτουργία τού ψυχικού οργάνου : έκφραση αντικρουόμενων τάσεων και συμφερόντων, σύγκρουση, και τελικά παραγωγή κάποιου συμβιβαστικού σχηματισμού. Όλα αυτά στην καλύτερη περίπτωση..., και υπό τον όρο βέβαια οι διαδοχικοί συμβιβασμοί μας – διαδοχικοί, διότι οι εν συγκρούσει δυνάμεις δεν είναι ποτέ στατικές – να τρέχουν κάπως πιο γρήγορα από άλλες δυνάμεις πού μάς ξεπερνούν, όπως για παράδειγμα εκείνες πού διατυπώνονται στους νόμους τής φύσης, και πού καθορίζουν τις συνθήκες επιβίωσής μας σε ένα πλανήτη πού για πρώτη φορά μοιάζει κάπως μικρός για τον αριθμό ανθρώπων πού τον κατοικούν, στο βαθμό τεχνολογικής ανάπτυξης στον οποίο έχουν φτάσει. Και λαμβάνοντας υπόψη ότι η παρομοίωση με το ψυχικό όργανο και τις ενδοψυχικές του συγκρούσεις έχει τα όριά της, διότι άλλο είναι να συγκρούονται ετερογενείς θεσμοί, όπως στα πλαίσια τού ψυχικού οργάνου, και άλλο ομόλογες οντότητες (δηλαδή σε κάθε περίπτωση άνθρωποι ή ομάδες ανθρώπων) πού διακινούνται από παρόμοιες ενορμητικές τάσεις, αναβιώνοντας έτσι όλες τις αντιπαλότητες, φθόνους, μίση και ζηλοτυπίες της οποιασδήποτε ομάδας αδελφών.
Κι «εμείς », οι ψυχαναλυτές... ;
Τί έχουμε να προσφέρουμε εμείς, σαν ψυχαναλυτές, στην πορεία της ανθρωπότητας ; Η ψυχανάλυση δεν είναι κοσμοθεωρία (Weltanschauung), όπως υπογράμμισε ο Freud στις διαλέξεις τού 1932. Υπενθυμίζω την γενικότερη πεποίθησή του ότι η επιστήμη πού ίδρυσε αποτελεί κομμάτι τού αποφενακισμού για τον οποίο μιλήσαμε παραπάνω, είναι μέρος των δυνάμεων πού εξ αντικειμένου υποσκάπτουν τη ψευδαίσθηση παντοδυναμίας, αυτεξουσιότητας και αυτονομίας τού ανθρώπινου είδους. Ο Freud δεν χαρακτηριζόταν από ιδιαίτερη αισιοδοξία όσον αφορά τα ανθρώπινα πράγματα, και όταν, τον Σεπτέμβριο τού 1939, ο Max Schur (ο γιατρός του πού τον βοήθησε να πεθάνει, λίγες μέρες αργότερα) τον ρώτησε αν συμφωνεί με αυτό πού έλεγαν εκείνη την εποχή διάφοροι πολιτικοί αναλυτές, δηλαδή ότι ο επερχόμενος πόλεμος θα ήταν ο τελευταίος, απάντησε σαρκαστικά : «Θα είναι ο τελευταίος μου πόλεμος». Είχε βέβαια γνωρίσει και τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο... Παρομοίως, μετά την πτώση τού τείχους τού Βερολίνου, ορισμένοι μίλησαν για τέλος της ιστορίας· είδαμε την συνέχεια.
Εάν, παρ`όλα αυτά, κάποιος επιμένει να ρωτήσει την ψυχανάλυση για τα τεκταινόμενα στo ανθρώπινo είδος, αυτό πού μπορεί να τού απαντήσει με την μεγαλύτερη δυνατή ταπεινότητα είναι ότι κατά την άποψή της, ο ανθρώπινος ψυχισμός εμπεριέχει μία «ενόρμηση θανάτου», η οποία είναι ανεξάρτητη από τις καλές ή κακές προθέσεις του, και συνιστά την ψυχική εγγραφή της θνητότητας του ανθρώπινου οργανισμού, της αναπότρεπτης πορείας της οργανικής ύλης πού τον συνθέτει προς το ανόργανο· η ψυχή μας ψυχανεμίζεται τον θάνατο μέσα από τα εκατομμύρια κύτταρα πού πεθαίνουν κάθε στιγμή, και αποκτά συνείδηση της πορείας αυτής μέσα από την διαρκή διαδικασία της γήρανσης. Και ότι αυτή η ενόρμηση – «τάση μάλλον παρά ενόρμηση», λέει o Freud – μετασχηματίζεται στη συνάντησή της με τις ενορμήσεις ζωής για να γίνει κατ`αρχήν μαζοχισμός (η πρώτη-πρώτη συνάντηση έρωτα και καταστροφικότητας), και στη συνέχεια σαδισμός, μέσα από την προβολή της προς τα έξω, προς το αντικείμενο· το μίσος τού εαυτού, όπως και το μίσος για τούς άλλους, δεν είναι εκδηλώσεις άσχετες με αυτή τη συνάντηση ενόρμησης θανάτου και έρωτα, και είναι φαινόμενα μάλλον μοναδικά στο ζωικό βασίλειο, χαρακτηριστικά μιας ιδιότυπης εξέλιξης πού τελικά παρήγαγε το ανθρώπινο είδος. Και τέλος αυτή η «τάση» ή «ενόρμηση» έχει ασφαλώς μια ιδιαίτερη σχέση με το «εγώ» ως ψυχική έκφραση τού θνητού σώματος (ο Freud γράφει στο Πέρα από την αρχή της ηδονής : «η ενόρμηση θανάτου ή τού εγώ»), και κατά συνέπεια και με τον ναρκισσισμό, ορισμένες πτυχές του οποίου: ο εγωισμός, οι διάφορες μορφές φανατισμού (εθνικού, θρησκευτικού, φυλετικού, ή οποιασδήποτε άλλης ομαδοποίησης), η έξαρση της «ταυτότητας»..., συνδυάζονται άμεσα με τις κοινωνικές και συλλογικές εκφράσεις της καταστροφικότητας.
Τί άλλο να προσθέσω ; Ότι ο Freud – το είπα και πιο πάνω – ήταν άνθρωπος τού Διαφωτισμού, πίστευε στην αναγκαιότητα τιθάσευσης της ενορμητικής ζωής (πράγμα πού δεν λογαριάζεται αναγκαστικά σαν αξία σήμερα, ιδιαίτερα στον δυτικό πολιτισμό) και επικράτησης της ορθολογικότητας σαν μόνης δυνατής λύσης για τα ανθρώπινα πράγματα, και ταυτόχρονα θεωρούσε ότι όλη αυτή η αναγκαία πορεία πολιτισμού, ή μάλλον εκπολιτισμού και «εξανθρωπισμού», δεν μπορεί παρά να παράγει «δυσφορία», να είναι «πηγή δυστυχίας», διότι η ικανοποίηση των ενορμήσεων είναι και παραμένει η μόνη, σε τελευταία ανάλυση, πηγή ηδονής.
Στην σταδιοδρομία σου, φαίνεται να δίνεις έμφαση στο Zeitgeist – το πνεύμα των καιρών, την έμφαση στη μόρφωση, στα δικαιώματα του ανθρώπου – και λιγότερο στα ατομικά, νευρωτικά κίνητρα. Μας ενδιαφέρει αυτό, διότι σήμερα η ψυχανάλυση φαίνεται να τροφοδοτείται περισσότερο από τα νευρωτικά κίνητρα και λιγότερο από το Zeitgeist.
Δεν νομίζω ότι μπορούμε να αντιτάξουμε Zeitgeist, πνεύμα των καιρών, και ατομικά, νευρωσικά κίνητρα, διότι τα δύο σύνολα εννοιών δεν τοποθετούνται στο ίδιο επίπεδο, δεν είναι ομοειδή. Η ψυχανάλυση ενδιαφέρεται για τα ατομικά και νευρωσικά κίνητρα διότι αυτό είναι το αρχικό πειραματικό της πεδίο, και το μόνο επίπεδο στο οποίο μπορεί να είναι αποτελεσματική για τα άτομα πού απευθύνονται σ`αυτήν. Η ολοκληρωμένη οργάνωση τού ανθρώπινου ψυχισμού – ο Οιδίπους – αποτελεί ένα πανανθρώπινο σχήμα, μια ορισμένη δομή σχέσεων, η οποία πυκνώνει και γίνεται ανθρώπινο όν μέσα από τούς δύο βασικούς τρόπους, την επένδυση και την ταύτιση, με τούς οποίους συνάπτει σχέσεις με τα αντικείμενά του και οικοδομείται ο ανθρώπινος ψυχισμός. Αλλά ο Οιδίπους δεν προδικάζει το ποιόν και την φύση των υλικών πού θα συνθέσουν την ενσάρκωσή του σε κάθε ξεχωριστό άτομο· δηλαδή τα υλικά με τα οποία θα πραγματοποιηθεί η παραγωγή ενός ανθρώπινου ατόμου, με σάρκα, οστά, και παρουσία στον παρόντα χρόνο. Οι γονείς, η οικογένεια και το περιβάλλον, οι κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες, ο γεωγραφικός τόπος και ο ιστορικός χρόνος, το πνεύμα των καιρών, είναι οι κυριότεροι παροχείς αυτών των υλικών.
Όταν κοιτάζουμε αναδρομικά μια ζωή, έχουμε την εντύπωση ότι οι αλληλουχίες πού την συνθέτουν εναρμονίζονται αυτονόητα, και συχνά ξεχνάμε να σκεφτούμε αυτό πού δεν έλαβε χώρα ενώ θα μπορούσε, αυτό πού ήταν δυνητικά δυνατό ή πιθανό, και τελικά δεν πραγματοποιήθηκε. Για παράδειγμα, σού μίλησα για τα εφηβικά μου χρόνια και για το πώς κατέληξα στην ιατρική, στην ψυχιατρική και στην ψυχανάλυση. Θα μπορούσα να είχα εξεγερθεί ενάντια στην υποχρεωτική πορεία τού καλού μαθητή της εποχής μου και της οικογένειάς μου και να κάνω φιλοσοφία ή θέατρο, όπως ήθελα. Θα μπορούσα επίσης να μην εξεγερθώ, αλλά το άγχος ευνουχισμού, λόγω τού ότι ικανοποίησα τελικά την επιθυμία των γονιών μου, και ειδικότερα της μητέρας μου, να οδηγούσε σε αυτοαναστολές, ελλιπή επένδυση τού κλάδου μου, και τελικά μια μέτρια σταδιοδρομία. Είναι προφανές νομίζω ότι και στις δύο αυτές περιπτώσεις μάλλον δεν θα ήμουν εδώ να δίνω συνέντευξη. Στην ψυχική ζωή, η μία σύγκρουση φέρνει την άλλη, και καμμιά σύγκρουση δεν βρίσκει οριστική διευθέτηση. Η συγκρουσιακότητα είναι συνώνυμη της ζωής, και κάθε φορά, τα ίδια βασικά σχήματα επαναλαμβάνονται, με διαφορετικούς πρωταγωνιστές, με καινούργιες συναντήσεις και «παροχείς», και με την ελπίδα πλουσιότερων συμβιβασμών. Η προσωπική ανάλυση είναι μια τέτοια συνάντηση, μείζονος σπουδαιότητας για όσους είχαν την τύχη να την ζήσουν. Επίσης οι ερωτικές σχέσεις.
Για όλους αυτούς τούς λόγους, δεν νομίζω ότι μπορεί να πει κανείς, «επειδή συνέβη ή υπήρξε ετούτο ή εκείνο το γεγονός ή στοιχείο στην παιδική ή εφηβική μου ηλικία, έγινα αυτό πού έγινα». Η ανάμνηση και η αναμνημόνευση (και η ασυνείδητη εκδοχή τους, η αναβίωση, και κατ`επέκταση, η έμπρακτη εκδήλωσή της, ιδιαίτερα μέσα από την επανάληψη), ακόμη και οι πιο αναμφισβήτητες και ασφαλείς, είναι εξ ορισμού κατασκευές τού παρόντος· άλλο μνήμη και άλλο ανάμνηση, νομίζω ότι οι γνωσιακές επιστήμες ασχολούνται πολύ καλά με την μνήμη, αλλά ο δικός μας χώρος είναι η ανάμνηση (και η αναβίωση). Θεωρώ λοιπόν ότι μια φράση σαν αυτήν πού δίνω σαν παράδειγμα («έγινα αυτό πού έγινα επειδή...», κλπ.) εκφράζει κυρίως την σκέψη της στιγμής, εκδηλώνει την παρούσα φάση τού πλέγματος συναισθηματικών σχέσεων των οποίων το συγκεκριμένο γεγονός ή παράγοντας τού παρελθόντος αποτελεί την συμβολική έκφραση. Εάν η φράση επαναλαμβάνεται μέσα στο χρόνο και παραμένει περίπου αναλλοίωτη, όποιες κι αν είναι οι συνθήκες ή οι συνομιλητές, απλώς συμπεραίνουμε ότι η έκφραση αυτή βγήκε από τον χώρο τού αντικειμενοτροπισμού και έγινε πλέον σύμβολο ταυτότητας, δηλαδή οι εν λόγω σχέσεις εγκατέλειψαν τον χώρο της ζώσας συγκρουσιακότητας και μπήκαν σε ναρκισσιστικά πεδία, αποτελούν στο εξής κομμάτι της εικόνας πού το άτομο διαμόρφωσε για τον εαυτό του. Αυτό μάς συμβαίνει, για παράδειγμα, με το πέρασμα των χρόνων, όταν απομακρυνθούμε από τούς γονείς μας, κι ακόμη περισσότερο όταν πεθάνουν, δηλαδή όταν η ανάμνηση δεν εκτρέφεται πλέον από την επικαιρότητα των ψυχοσυναλλαγών μας μ`αυτούς. Αλλά υπό τις συνήθεις συνθήκες της ψυχικής ζωής, η συγκρουσιακότητα είναι αέναη, και το παρελθόν τυγχάνει πολλών διαδοχικών και ενδεχομένως αντιφατικών αναγνώσεων, μέσα από μια ατελείωτη σειρά επάλληλων «εκ των υστέρων». Η ιστορία γράφεται και ξαναγράφεται, αλλά κάθε καινούργια εκδοχή της διατυπώνεται στον παρόντα χρόνο, και προσβλέπει, έμμεσα ή άμεσα, στο μέλλον. Ο ανθρώπινος χρόνος είναι ταυτόχρονα γραμμικός και κυκλικός.
Ο χρόνος είναι γραμμικός και κυκλικός, έτσι ζούμε τη ζωή μας. Συγχρόνως ο χρόνος του ασυνειδήτου είναι άχρονος και το τραύμα δημιουργεί διακοπές και χάσματα στον χρόνο. Όταν λοιπόν πήγες στην Γαλλία πώς λειτούργησαν αυτές οι εκδοχές του χρόνου; Τι ακολούθησε τη γραμμή των προσδοκιών σου, τι ανεπιθύμητο επαναλήφθηκε, πού σού προσφέρθηκαν καινούργια ανοίγματα ή συνάντησες απρόσμενες απογοητεύσεις ;
Η αναχώρηση στην Γαλλία ήταν ταυτόχρονα προγραμματισμένο επόμενο βήμα και αποδοχή ήττας. Προγραμματισμένη, διότι ήταν δεδομένο ότι μετά το τέλος των σπουδών μας θα φεύγαμε, οι περισσότεροι εκείνης της γενιάς, για κάποιες σπουδές στο εξωτερικό. Αποδοχή ήττας, διότι στο τέλος της δεκαετίας τού 1970 είχε γίνει πλέον φανερό ότι η ανανεωτική αριστερά, στην οποία ήμουν ενταγμένος, δεν είχε καμμιά πιθανότητα να επηρεάσει σοβαρά τα ελληνικά πράγματα. Στην πραγματικότητα, δεν καταλαβαίναμε την Ελλάδα (και μάς το ανταπέδιδε δεόντως στις κάλπες)· για την ακρίβεια, την βλέπαμε όπως περίπου την έβλεπαν και οι Ευρωπαίοι, και η παρανόηση αυτή δεν είναι άσχετη με τις τωρινές δυσχέρειες τού τόπου. Δεν βλέπαμε ότι η Ελλάδα είναι υβρίδιος κοινωνικός και πολιτικός σχηματισμός, και με υβρίδια παράδοση και ιστορία, ανάμεσα σε Δύση και Ανατολή (εννοώ την Εγγύς και Μέση Ανατολή). Οι Ευρωπαίοι την έβλεπαν σαν το λίκνο τού δημοκρατικού τους πολιτεύματος, και της παιδείας πού κληρονόμησαν. Η Ελλάδα είναι αυτό, αλλά είναι επίσης και ένας πολιτικό-κοινωνικός χώρος πού βρέθηκε στο επίκεντρο μιας λαμπρής αλλά θεοκρατικής αυτοκρατορίας όταν η υπόλοιπη Ευρώπη βυθιζόταν στον Μεσαίωνα, και πού έγινε η φτωχική επαρχία μιας άλλης αυτοκρατορίας, όταν η Ευρώπη γνώριζε την Αναγέννηση και στη συνέχεια τον Διαφωτισμό. Από ορισμένη άποψη, υπάρχουν πιο πολλά κοινά σημεία ανάμεσα στην Ισπανία, την Κροατία ή τις βαλτικές χώρες, παρά ανάμεσα σε όλες αυτές και την Ελλάδα. Μετά την διάσπαση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, η Ελλάδα βρέθηκε στον ανατολικό της κλάδο, όλες οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες στον δυτικό, και αυτό καθόρισε πορείες διαφορετικές επί πολλούς αιώνες. Το κράτος δικαίου, και αργότερα το κράτος προνοίας, η ανωτερότητα των δικαιωμάτων τού πολίτη απέναντι σε άλλα δικαιώματα, όπως αυτά της οικογένειας, της φιλίας ή της ιδιαίτερης τοπικής προέλευσης, η ισονομία, η συλλογική αλληλεγγύη, ο διαχωρισμός των εξουσιών, η σχετική αυτονομία των θεσμών, ήσαν έννοιες πού οικοδομήθηκαν προοδευτικά στα δυτικά κράτη, επί σειρά αιώνων, μέσα από συγκρούσεις, οπισθοδρομήσεις και κατακτήσεις, σε μια πορεία την οποία η Ελλάδα εν πολλοίς δεν συμμερίστηκε.
Και στην Γαλλία... ;
Φτάνοντας στην Γαλλία, βρέθηκα σε μία χώρα εύρυθμη, λειτουργική – αν και παραδοσιακά γραφειοκρατική και συγκεντρωτική – και κυρίως αρκετά εύπορη ώστε να μπορεί να επενδύσει μαζικά στις δημόσιες υπηρεσίες, όπως η υγεία. Στην πραγματικότητα, πολλές δυτικές χώρες, μετά τον τέλος τού Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και την φρίκη του, αναδιοργανώθηκαν, μέσα από αγώνες, ομαδικά οράματα και λαϊκές διεκδικήσεις, στην βάση διαφόρων μορφών «ιστορικού συμβιβασμού» ανάμεσα σε κεφάλαιο και εργασία, ατομικό και ομαδικό συμφέρον, ατομικές ελευθερίες και συλλογική μέριμνα. Η ψυχιατρική μεταρρύθμιση, πού ετέθη σε κίνηση ταυτόχρονα σε πολλές χώρες, είναι προϊόν αυτής της εποχής. Στην Γαλλία πήρε τη μορφή της λεγόμενης τομεοποίησης. Ξεκίνησε με την ίδρυση το 1958 της Εταιρείας Ψυχικής Υγείας στο 13ο διαμέρισμα τού Παρισιού – ASM 13 (175 χιλιάδες κάτοικοι τότε, 185 χιλιάδες σήμερα) από τον Philippe Paumelle, πού συνεργάστηκε ευθύς εξ αρχής με τον Serge Lebovici και τον René Diatkine, σημαντικούς παιδοψυχιάτρους και ψυχαναλυτές της Ψυχαναλυτικής Εταιρείας Παρισιού. Η Εταιρεία είχε σκοπό την ανάπτυξη ψυχιατρικής και ψυχοθεραπευτικής περίθαλψης και πρόληψης σε βάση «κοινοτική», δηλαδή με υπηρεσίες πού να βρίσκονται κοντά στους τόπους κατοικίας των ασθενών, και με την ελπίδα να αποφεύγεται κατά το δυνατόν η νοσηλεία, ή να είναι η βραχύτερη δυνατή. Υπήρχαν στις προθέσεις αυτής της «κοινοτικής ψυχιατρικής» μιά διάσταση κοινωνική (δωρεάν περίθαλψη για όλους, χωρίς διακρίσεις), αντιασυλική (αποφυγή της νοσηλείας) και ψυχαναλυτική (με την έμφαση πού έδινε στο στοιχείο της συνάντησης και της θεραπευτικής σχέσης σαν παράγοντα αλλαγής).
Η Εταιρεία Ψυχικής Υγείας τού 13ου χρησίμευσε σαν πειραματική εμπειρία και πρότυπο για την γενίκευση της ψυχιατρικής τομεοποίησης στη Γαλλία, με την εγκύκλιο τού 1960 και τον νόμο τού 1985. Ο νόμος προβλέπει την δημιουργία μιάς ομάδας ψυχιάτρων, ψυχολόγων, νοσηλευτών, κοινωνικών λειτουργών και άλλων εργαζομένων ψυχικής υγείας για κάθε σύνολο («τομέα») 70 χιλιάδων κατοίκων. Η ομάδα αυτή διαθέτει κλίνες σε κάποιο νοσοκομείο, ψυχιατρικό ή γενικό, και δομές (κέντρο περιπατητικής αγωγής, νοσοκομείο ή κέντρο ημέρας, κλπ.) μέσα στην γεωγραφική περιοχή πού καλύπτει. Η ψυχανάλυση έπαιξε σημαντικό ρόλο σ`αυτή την ανάπτυξη, παράλληλα με τις προοδευτικές ιδέες των πρωτεργατών της. Ο Lucien Bonnafé, ένας από τούς κορυφαίους παράγοντες της ψυχιατρικής μεταρρύθμισης, έλεγε ότι η τομεοποίηση βαδίζει σε δύο σκέλη, την ψυχανάλυση και τον μαρξισμό... Σήμερα η ψυχιατρική τομεοποίηση, ολοκληρωμένη πλέον σε όλη την επικράτεια, απορροφά την πολύ μεγάλη πλειοψηφία των δημοσίων κονδυλίων για την ψυχική υγεία στην Γαλλία. Ανάλογες μεταρρυθμίσεις, με ιδιαίτερες αποχρώσεις ως προς το θεωρητικό και πολιτικοκοινωνικό τους υπόβαθρο, έγιναν κατά την ίδια περίοδο 1960-1980 και στις Ηνωμένες Πολιτείες, την Γερμανία, την Ιταλία, την Μεγάλη Βρετανία, της σκανδιναβικές χώρες.
Αυτά τα συστήματα δημόσιας ψυχικής υγείας γνωρίζουν λοιπόν την ακμή τους σ`αυτή την περίοδο, 1960-1980, και αρχίζουν να μπαίνουν σε κρίση από τα μέσα τις δεκαετίας του `80, με την επικράτηση νεοφιλελεύθερων πολιτικών πού αμφισβητούν για πρώτη φορά τον μεταπολεμικό ιστορικό συμβιβασμό. Η αλλαγή, πραγματική «αντιμεταρρύθμιση», ξεκινά από τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Μεγάλη Βρετανία, σιγά-σιγά επεκτείνεται και σε άλλες δυτικές χώρες, και επιτείνεται με την παγκοσμιοποίηση, από τα μέσα της δεκαετίας τού 1990. Με ρωτούσες προηγουμένως τι ανεπιθύμητο επαναλήφθηκε και ποιές ήσαν οι ενδεχόμενες απρόσμενες απογοητεύσεις πού συνάντησα στην πορεία μου. Νομίζω ότι είναι αυτή η αλλαγή πού σού περιγράφω : δεν περιμέναμε, νομίζω, ότι όλες αυτές οι επιτεύξεις, πού εμείς πού ήρθαμε μετά τις θεωρήσαμε σαν αυτονόητες, θα βρίσκονταν σε αμφισβήτηση και κρίση.
Συνάντησες αυτό που περίμενες στην Γαλλία; Η ένταξη σε ένα προηγμένο σύστημα ψυχικής υγείας πώς συνάντησε την ψυχανάλυση; Ήταν για εσένα προσχεδιασμένο, προέκυψε και από τα πράγματα; Τελικά ο ενθουσιασμός και το όνειρο διατηρείται ακόμη ή έχουν παρεισφρήσει κάποιες σκέψεις και προβληματισμοί;
Ήταν βέβαια προσχεδιασμένο, ερχόμενος στην Γαλλία ήξερα ότι θέλω να δουλέψω στην ψυχιατρική του τομέα, και ήταν σαφές ότι θα πήγαινα προς εκείνους τούς τομείς (η Γαλλία έχει αυτή την στιγμή περίπου 830 τομείς), οι οποίοι είχαν την πιο σαφή ψυχαναλυτική κατεύθυνση. Και άλλωστε ξεκίνησα ειδικότητα σχεδόν ταυτόχρονα με την προσωπική μου ανάλυση, ήταν προφανές για μένα ότι ερχόμουν στην Γαλλία για να γίνω και ψυχίατρος και ψυχαναλυτής.
Ο ενθουσιασμός και το όνειρο διατηρήθηκαν αλώβητα, εδώ και τριάντα έξι χρόνια... Αλλά είναι αλήθεια ότι έχω την τύχη να δουλεύω σ`ένα μεγάλο οργανισμό ψυχιατρικής τού τομέα, τύπου εταιρείας (την Εταιρεία Ψυχικής Υγείας στο 13ο διαμέρισμα Παρισιού), υπό σύμβαση βέβαια με τον δημόσιο τομέα, αλλά πού κρατά ένα βαθμό αυτονομίας πού μάς επιτρέπει να καθορίζουμε σχετικά ανεξάρτητα, και συλλογικά, την υγειονομική μας πολιτική, τις επενδύσεις μας, τούς τομείς δραστηριότητας πού θέλουμε να αναπτύξουμε, τις εσωτερικές αναδιαρθρώσεις και μεταρρυθμίσεις.
Η ψυχιατρική τού τομέα είναι μια συναρπαστική εφαρμογή της ψυχαναλυτικής σκέψης στην ψυχιατρική. Η πολυποικιλία των κλινικών περιστάσεων είναι εντυπωσιακή : έχουμε πάνω από έξι χιλιάδες ασθενείς τον χρόνο, παιδιά και ενήλικες, εκ των οποίων σχεδόν το ένα τρίτο είναι πρώτες επαφές. Δουλεύεις σε συνθήκες επειγόντων, σε συνθήκες χρόνιας τακτικής, μηνιαίας ή διμηνιαίας, ψυχιατρικής επίσκεψης, σε συνθήκες καταστάσεων υπαρξιακής κρίσης πού θα απαιτήσουν ένα αρκετό μεγάλο αριθμό επισκέψεων σε ένα σχετικά μικρό χρονικό διάστημα (π.χ. δυό-τρείς μήνες), με τερματισμό της αγωγής στο τέλος αυτής της περιόδου. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να επινοήσεις το πλαίσιό της, πλαίσιο συνάντησης και συνθηκών ώστε το άτομο να παραγάγει νόημα πού να τού είναι χρησιμοποιήσιμο στη ζωή του μέσα από τις διακλαδώσεις της μεταβιβαστικής σχέσης και το πλήθος acting in πού την συνοδεύουν : συνταγογραφία, αναρρωτικές άδειες, απόφαση νοσηλείας... Βρίσκεσαι σε συνεχή αλληλεπίδραση ανάμεσα στην κλασική αναλυτική αγωγή πού ασκείς στο ιδιωτικό σκέλος της δραστηριότητάς σου και το είδος θεραπευτικών αγωγών πού καλείσαι να εφαρμόσεις ή να επινοήσεις σε συνθήκες δημόσιου τομέα, ανάμεσα σε εξωτερική και εσωτερική πραγματικότητα. Για ένα ψυχαναλυτή, η ψυχιατρική του τομέα είναι σπάνια ευκαιρία εμπλουτισμού της θεωρίας και της πράξης.
Μίλησες ωστόσο και για κρίση...
Ναι, η ψυχιατρική τού τομέα είναι σε κρίση. Κρίση τετραπλή, πού θα μπορούσαμε να αναλύσουμε ως εξής.
Η πρώτη βέβαια κρίση είναι χρηματοδοτική. Μιλήσαμε έμμεσα γι αυτό, δεν θα επανέλθω, είναι προφανές ότι ο ιστορικός συμβιβασμός πάνω στον οποίο βασίσαμε τα γενναιόδωρα μεταπολεμικά συστήματα υγείας βάλλεται από τον παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό και την γενικότερη επικράτηση των νεοφιλελεύθερων ιδεολογιών, έτσι ώστε να είναι όλο και πιο δύσκολο να υπερασπισθείς τα συλλογικά συστήματα μέριμνας.
Η δεύτερη κρίση είναι κρίση ανάπτυξης. Όταν ξεκίνησε η ψυχιατρική τού τομέα, οι σκαπανείς εκείνης της εποχής έδιναν μάχη ώστε η ψυχιατρική περίθαλψη να πάψει να θεωρείται ντροπή για τα άτομα πού την χρειάζονταν, και δεν ήταν εύκολο να ανοίξεις δομές μέσα στην κοινότητα. Νομίζω ότι ούτε στα πιο αισιόδοξα όνειρά τους δεν είχαν προβλέψει την τεράστια επιτυχία τού εγχειρήματός τους. Η ψυχιατρική τού τομέα φτιάχτηκε κυρίως για τούς ψυχωσικούς ασθενείς, αυτοί ήσαν άλλωστε πού υπέφεραν περισσότερο από τον αποκλεισμό, την ασυλοποίηση, τον στιγματισμό, την διακεκομμένη θεραπευτική πορεία. Σήμερα, ένας οργανισμός σαν τον δικό μας έχει σε αγωγή πάνω από τέσσερεις χιλιάδες ασθενείς τον χρόνο στο τμήμα ενηλίκων, εκ των οποίων μόνο οι χίλιοι πεντακόσιοι είναι ψυχωσικοί. Και είναι λογικό βέβαια : το 13ο διαμέρισμα έχει 185 χιλιάδες κατοίκους, πόσους ψυχωσικούς να έχει ; Όλοι οι άλλοι είναι διαταραχές του θυμικού, τραυματικά συμβάντα της ζωής, νευρωσικές ή οριακές καταστάσεις, διαταραχές της προσωπικότητας, ευκαιριακές ή πιο μόνιμες δυσχέρειες της ζωής, προβλήματα μετανάστευσης..., και πλήθος άλλες επιμέρους αιτίες ψυχιατρικής επίσκεψης. Ο αριθμός ασθενών πού βλέπουμε κάθε χρόνο τριπλασιάστηκε σε σαράντα χρόνια, ενώ στο ίδιο διάστημα ο πληθυσμός τού 13ου διαμερίσματος αυξήθηκε σε πολύ
περιορισμένο βαθμό. Η κρίση ανάπτυξης όμως έχει επίδραση και σε άλλες πτυχές της κρίσης· για παράδειγμα, είναι αμφίβολο αν μπορεί κανείς να μιλά για ψυχιατρική ψυχαναλυτικής κατευθύνσεως, παρ`όλες τις καλές του προθέσεις, όταν βλέπει τούς ασθενείς ένα τέταρτο-είκοσι λεπτά κάθε μήνα ή δίμηνο, λόγω τού φόρτου εργασίας.
Η τρίτη κρίση ;
Η τρίτη κρίση είναι λοιπόν συνέπεια της δεύτερης και, εν μέρει, της πρώτης. Είναι κρίση οικονομίας, όχι με την χρηματοδοτική έννοια τού όρου, αλλά υπό την έννοια των όσων αφορούν την διευθέτηση και διαχείριση τού «οίκου», δηλαδή την αποτελεσματική οργάνωση ενός συστήματος απέναντι σε ό,τι τού έχει ορισθεί ως αποστολή. Ο τομέας υπερηφανευόταν ανέκαθεν ότι δέχεται κάθε ψυχολογικό ή ψυχιατρικό πρόβλημα, ανεξαρτήτως διαγνώσεως, οικονομικού ή πολιτιστικού επιπέδου, θρησκείας ή εθνικότητας· παραμένει ο μόνος κλάδος τού γαλλικού συστήματος υγείας όπου μπορείς να πας και να γίνεις δεκτός χωρίς χαρτιά, χωρίς κοινωνική ασφάλιση, ακόμη και χωρίς επίσημο όνομα (και βέβαια, χωρίς να πληρώσεις ούτε ένα ευρώ). Αυτή η πολιτική επέτρεψε στον τομέα να προσελκύσει γιατρούς και ψυχολόγους υψηλού επιπέδου, ψυχαναλυτές ή μη, διότι ήξεραν ότι η ψυχιατρική εργασία δεν θα περιοριζόταν στην ασυλική πρακτική, αλλά θα περιελάμβανε ένα μεγάλο φάσμα ψυχοπαθολογικών καταστάσεων και συνθήκων ασκήσεως, και ο τομέας έγινε ο κατεξοχήν χώρος της «γενικής ψυχιατρικής» (όπως λέμε «γενική ιατρική»).
Αλλά η ιδεολογία αυτή, κομμάτι της ταυτότητας τού τομέα, συγκροτήθηκε σε μια εποχή όπου κανείς δεν φανταζόταν μια τέτοια κοσμοσυρροή... Και σε μια εποχή όπου, έξω από τον δημόσιο τομέα, δεν υπήρχε σχεδόν τίποτε : ελάχιστοι ιδιωτικοί ψυχίατροι (νευρολόγοι άλλωστε), ακόμη πιο ελάχιστοι ψυχαναλυτές ή ψυχοθεραπευτές.
Η οικονομία τού τομέα βρίσκεται λοιπόν σε κρίση : πώς να «επανεπινοήσει» την πολιτική του, και την ταυτότητά του, στις καινούργιες συνθήκες ; Για παράδειγμα, πώς να ενσωματώσει στην «γενική» πρακτική του τις υποειδικότητες πού ανέκυψαν στην πορεία : από τότε πού θεσπίσθηκε ο τομέας, η ψυχιατρική αποσπάστηκε από την νευρολογία (την εποχή εκείνη ήσαν ακόμη μία και μόνη ειδικότητα), και στη συνέχεια εμφανίστηκε η παιδοψυχιατρική, και μετά η ψυχιατρική του εφήβου, η ψυχογηριατρική, η αλκοολογία και εθισμολογία, η εθνοψυχιατρική, η ψυχιατρική κρίσης...; Ή ακόμη, πώς να ενσωματώσει το πλήθος ειδικών αγωγών πού αναπτύχθηκαν προοδευτικά ; Πώς να αναπτύξει συνεργασίες, και στη βάση ποιών κριτηρίων, με τον ιδιωτικό τομέα, τώρα πού υπάρχει και αυτός, και είναι και πολύ ανεπτυγμένος – τουλάχιστον στις μεγάλες πόλεις – και επιπλέον καλύπτεται εν μέρει από την κοινωνική ασφάλιση ; Τί τύπου δομές να δημιουργήσει και να ενισχύσει, ποιές είναι λιγότερο απαραίτητες (πολλώ μάλλον πού τα κονδύλια δεν φτάνουν για όλες), ποιοι κλάδοι δραστηριότητας δεν μπορούν παρά να παραμείνουν στον δημόσιο τομέα ; Μια τεράστια προβληματική, πού απαιτεί γενικευμένη συζήτηση – δεν είμαι σίγουρος ότι διεξάγεται αυτή τη στιγμή στην Γαλλία στο εύρος και στην ποιότητα πού απαιτείται – και η οποία μπορεί ενδεχομένως να μάς οδηγήσει να εγκαταλείψουμε μερικές θέσεις ιδιαίτερα επενδεδυμένες, ιστορικά και συναισθηματικά, και να τολμήσουμε αλλαγές πορείας και καινοτομίες. Και η Γαλλία είναι ιδιαίτερα συντηρητική χώρα, όχι αναγκαστικά υπό την πολιτική έννοια τού όρου, αλλά βαθύτερα, σαν γενικό ψυχολογικό χαρακτηριστικό· είναι δύσκολο να αλλάξεις το υπάρχον.
Και η τέταρτη κρίση ;
Η τέταρτη κρίση μάς αφορά ιδιαίτερα εμάς τούς ψυχαναλυτές. Είναι κρίση θεωρίας, «φιλοσοφίας τού συστήματος» θα λέγαμε· στα γαλλικά η λέξη είναι
doctrine, και περιλαμβάνει το σύνολο των γενικών θεωρητικών προτάσεων πάνω στις οποίες βασίζεται μία δεδομένη πρακτική.
Η ψυχιατρική τού τομέα, η κοινοτική ψυχιατρική, βασίστηκε στην συνάντησή της με την ψυχανάλυση. Αυτό ήταν επόμενο : βγαίνοντας από τα άσυλα, η ψυχιατρική έπαψε να είναι «κλινική» υπό την παραδοσιακή έννοια τού όρου (δηλαδή να βασίζεται σε μια γνώση πού παράγεται δίπλα στο κρεββάτι τού αρρώστου)· είχε ανάγκη από μια άλλη κλινική και ψυχοπαθολογία, βασισμένες σε μια άλλη μέθοδο προσέγγισης, και σε μια άλλη θεωρία της μεθόδου. Η ψυχανάλυση προσέφερε αυτά τα στοιχεία στην ψυχιατρική «εκτός των τειχών» : μια γενική θεωρία τού ανθρώπινου ψυχισμού, σε συνθήκες πού απαιτούσαν να βλέπουμε πλέον τούς ασθενείς σαν ένα οποιοδήποτε ανθρώπινο όν, και μια «τεχνολογία» της διανθρώπινης σχέσης στην ειδική περίπτωση όπου αυτή ασκείται με θεραπευτικό σκοπό. Έτσι, για πολλά χρόνια, η ψυχιατρική τού τομέα, ακόμη και αυτή πού ήταν λιγότερο κοντά στην ψυχανάλυση, λειτούργησε στη βάση μιας doctrine πού θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε ως εξής : η ψυχική παθολογία προκύπτει όταν ένα όργανο τού ανθρώπινου οργανισμού, ο ψυχισμός, συναντά δυσκολίες, προσκόμματα ή ασυνέχειες στην επιτέλεση των διεργασιών του, δηλαδή στο έργο πού παράγει με τα αντικείμενά του· δυσχέρειες λιγότερο ή περισσότερο σοβαρές, λιγότερο ή περισσότερο διαρκείας. Οι δυσχέρειες αυτές στην εξέλιξη, ανάπτυξη, και συνέχιση τού έργου του απαιτούν, για να ξεπεραστούν, την συνάντηση με ένα άλλο ψυχισμό (με ένα άλλο αντικείμενο), με την ελπίδα ότι αυτή τη συνάντηση (με την βαθύτερη έννοια τού όρου) θα επιτρέψει την επανεκκίνηση τού αντικειμενοτροπισμού πού βρίσκεται σ`αυτή την δυσκολία.
Βλέπεις ότι ο ορισμός αυτός, στην γενικότητά του, ενσωματώνει τόσο την εν γένει θεωρία της ψυχανάλυσης για τον ανθρώπινο ψυχισμό όσο και τα όσα η ψυχανάλυση μάς έμαθε σχετικά με τη σχέση μεταβίβασης-αντιμεταβίβασης, τοποθετώντας ταυτόχρονα την ψυχιατρική συνάντηση σε πολύ ευρύτερο επίπεδο, επιτρέποντάς της για παράδειγμα να εντάξει σε μια ψυχαναλυτική ανάγνωση της πρακτικής της τις συνήθεις ψυχιατρικές συνεντεύξεις, την τρέχουσα ψυχιατρική παρακολούθηση, την χορήγηση φαρμάκων, την νοσηλεία, την ιδρυματική αγωγή, και βέβαια τις ατομικές ή συλλογικές περιπατητικές ψυχοθεραπευτικές αγωγές. Οι εργασίες σ`αυτό το επίπεδο ήσαν πολλές κατά την περίοδο επέκτασης της ψυχιατρικής τού τομέα. Κορυφαίο παράδειγμα της θεωρητικής γονιμότητας αυτής της συνάντησης ψυχιατρικής – ψυχανάλυσης είναι το έργο τού René Angelergues (1922-2007), πού διαδέχθηκε τον Philippe Paumelle στην γενική διεύθυνση της Εταιρείας Ψυχικής Υγείας τού 13ου διαμερίσματος Παρισιού.
Αυτή ακριβώς η doctrine, πού αποτέλεσε την βάση της συνάντησης κοινοτικής ψυχιατρικής και ψυχανάλυσης, μπήκε προοδευτικά σε κρίση τα τελευταία είκοσι περίπου χρόνια. Οι λόγοι είναι βέβαια γνωστοί, έχουν χιλιοειπωθεί. Η κρίση της ψυχανάλυσης, πού ασφαλώς δεν κατέχει την θέση πού είχε (και την αίγλη πού αντλούσε από αυτήν) πριν σαράντα ή πενήντα χρόνια. Η «ιατρικοποίηση» της ψυχιατρικής, πού ξέφυγε όλο και περισσότερο από την γειτνίασή της με τις διάφορες «επιστήμες τού ανθρώπου» για να γίνει μια ιατρική ειδικότητα σαν όλες οι άλλες, πού υπακούει στο κλασικό σχήμα : εξέταση – διάγνωση – αγωγή. Και ασφαλώς και γενικότεροι κοινωνιολογικοί παράγοντες, όπως για παράδειγμα η εισαγωγή τού πολιτισμού μας σε μια λογική όλο και πιο απαιτητικής, και συχνά βραχυπρόθεσμης, αποτελεσματικότητας. Ή ακόμη το κίνημα τού «ασθενούς- πολίτη», δηλαδή τού ασθενούς νοούμενου ως ατόμου πού χαρακτηρίζεται πάνω απ`όλα από την νομική του υπόσταση, πού τοποθετείται απέναντι στον γιατρό σαν καταναλωτής υπηρεσιών υγείας τις οποίες είναι ελεύθερος να διαλέξει ή να απορρίψει, και πού συνδιαλέγεται με τον γιατρό σε συμβολαιακή βάση συμμετρικών νομικών υποκειμένων – δηλαδή, από μια άποψη, το ακριβές αντίθετο της μεταβιβαστικής σχέσης.
Το πιο περίεργο σε όλη αυτή την ιστορία είναι ότι η ψυχαναλυτική πρακτική, αυτή καθαυτή, ήταν ευθύς εξαρχής, και κατά τεκμήριο, αρκετά κοντά σ`αυτό το μοντέλο..., και υπάρχουν πλήθος χωρία τού Φρόυντ όπου ο ίδιος ασκεί κριτική στην ψυχιατρική και στις πρακτικές της, στην θεραπευτική της απαισιοδοξία, στην άρνησή της να δεχθεί ότι οι ασθενείς της, ακόμη και οι πιο διαταραγμένοι, δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να εκφράζουν γενικότερα και οικουμενικά χαρακτηριστικά τού ανθρώπινου ψυχισμού, στην ανικανότητά της να δουλέψει μαζί τους οικοδομώντας μια «συμμαχία κοινής εργασίας». Άσχετα αν τώρα, η καινούργια doctrine τείνει να παρουσιάσει την ψυχανάλυση σαν ένα μοντέλο του 19ου αιώνα, βασισμένο σε σχέσεις υποτέλειας και συναισθηματικο-ιδεολογικής επιρροής.
Τί εννοείς ;
Τό ζήτημα εμφανίζεται ως εξής. Η παραδοσιακή ψυχιατρική, όπως άλλωστε και η παραδοσιακή άσκηση της ιατρικής, άφηνε λίγο έδαφος σ`αυτό πού σήμερα ονομάζεται «δικαιώματα του ασθενούς», και πού περιλαμβάνει πλήθος διαφορετικών στοιχείων, όπως η ενημέρωση τού ασθενούς, η δυνατότητα επιλογής στις προτεινόμενες αγωγές, η «επί ίσοις όροις» σχέση, η αναζήτηση τής ενεργούς στάσης και συμμετοχής τού αρρώστου στην θεραπευτική προσπάθεια, κλπ. Η τάση αυτή ήταν βέβαια για ευνόητους λόγους ακόμη πιο εμφανής απέναντι στον ψυχικά άρρωστο, η πάθηση τού οποίου συχνά συγχεόταν με μια έννοια απώλειας των δυνατοτήτων κρίσης και επιλογής, ανικανότητας ορθολογικών σκέψεων και αποφάσεων, κλπ. Ένα επιπλέον στοιχείο, οι ρίζες τού οποίου είναι επίσης πολύ βαθειές, ερχόταν να προστεθεί ειδικά στην περίπτωση των ψυχικά πασχόντων : το στοιχείο δαιμονικής ή τουλάχιστον υπερφυσικής πάθησης («ιερά νόσος»), πού με τη σειρά του εξέτρεφε στάσεις γοητείας, σαγήνης απέναντί τους. Θα μπορούσαμε δηλαδή να πούμε, συνολικά, ότι η παραδοσιακή ψυχιατρική αφενός υποτιμούσε τις εναπομένουσες λειτουργικές δυνατότητες τού διαταραγμένου πνεύματος και ψυχισμού, αφετέρου υπερτιμούσε την διαφορετικότητά του, την πρωτοτυπία του, την αλλόκοτη δημιουργικότητά του.
Ο Φρόυντ εντάσσεται σε μια παράδοση πού ξεκινά με τον ιδρυτή της γαλλικής ψυχιατρικής Philippe Pinel (1745-1826), και πού συνίσταται στην πεποίθηση ότι ο «τρελός» δεν είναι μονάχα, και εντελώς, «τρελός», διότι υπάρχουν πλευρές ή τμήματα τού ψυχισμού του πού παραμένουν ανέπαφα από την νόσο, έτσι ώστε τελικά τα όσα παρατηρούμε στην κλινική να είναι το προϊόν της σύγκρουσης ανάμεσα σε «υγιείς» και «παθολογικές» πτυχές της προσωπικότητάς του, πράγμα πού συνεπάγεται ότι είναι πάντοτε δυνατόν να ανοίξουμε κάποιο διάλογο μαζί του. Ο Hegel κάνει μνεία αυτής της ανακάλυψης τού Pinel υπογραμμίζοντας την συμβολή της στην γενικότερη θεωρία της διαλεκτικής. Και ως γνωστόν πολλοί εκπρόσωποι της αγγλόφωνης ψυχανάλυσης χρησιμοποιούν αυτή την διάκριση «υγειούς» και «παθολογικής» πλευράς της προσωπικότητας, ιδιαίτερα όταν δουλεύουν με τις μη νευρωσικές παθολογίες, διαχωρισμός πού μπορεί να φαίνεται απλουστευτικός, αλλά εντάσσεται πλήρως στο βάθος της σκέψης τού Φρόυντ. Ταυτόχρονα θεωρούσε ότι η ψυχική νόσος, όπως άλλωστε και το όνειρο, δεν «παράγει» τίποτε – τίποτε το καινούργιο –, ότι οι εκδηλώσεις της είναι εκφράσεις, με ιδιαίτερα λεκτικά και εικαστικά μέσα πού απαιτούν αποκρυπτογράφηση, γενικών και πανανθρώπινων τάσεων και προβληματισμών, έτσι όπως αυτοί συγκεκριμενοποιούνται σε κάθε ιδιαίτερο άτομο.
Σε σχέση με την γενική τοποθέτηση της παραδοσιακής ψυχιατρικής (και ιατρικής), ο Φρόυντ καταλαμβάνει λοιπόν μία θέση αρκετά ιδιόμορφη. Αφενός προσκομίζει την απόδειξη ότι ο άνθρωπος δεν είναι «αφέντης στο σπίτι του», ότι η αυτεξουσιότητά του είναι περιορισμένη, ότι οι ενορμήσεις του και οι ασυνείδητες εκφάνσεις τους καθορίζουν τις σκέψεις και τις πράξεις του πολύ περισσότερο απ`ό,τι θέλει να πιστεύει, και ότι η γνώση και ο έλεγχός τους περνά από μια σχέση
παλινδρόμησης και εξάρτησης μέσα από την μεταβίβαση πού βρίσκεται πολύ μακριά από μιά θεραπευτική σχέση συμμετρική, «επι ίσοις όροις». Αφετέρου όμως θεωρεί ότι μια τέτοια διαδικασία απαιτεί την ενεργή και συνειδητή δέσμευση και συμμετοχή του θεραπευόμενου, μια «συμμαχία», ένα «σύμφωνο κοινής εργασίας» με τον θεραπευτή (οι όροι αυτοί είναι δικοί του), πού δίνει στον αναλυόμενο τον πρώτο ρόλο (ακριβώς επειδή ο ασθενής ή αναλυόμενος δεν είναι ένας «ξένος» ως προς την κοινή ανθρώπινη κληρονομιά μας, αλλά βασανίζεται από ερωτήματα και προβληματισμούς πού μάς είναι οικείοι). Γι αυτό άλλωστε και, στα γαλλικά, τείνουμε να αντικαταστήσουμε τον όρο «αναλυόμενος» από τον όρο «αναλύων», (σύμφωνα με μια πρόταση τού Λακάν)· δηλαδή μιλάμε για σχέση αναλύοντος- αναλυτή, ακριβώς για να τονίσουμε τον πρωταγωνιστικό ρόλο τού «ασθενούς» στην αναλυτική διαδικασία. Ο Φρόυντ προσθέτει στην εμπιστοσύνη τού ασθενούς προς τον θεραπευτή, πού ήταν ανέκαθεν αναγκαία προϋπόθεση κάθε θεραπευτικής σχέσης, την εμπιστοσύνη τού θεραπευτή προς τον ασθενή, και προσάπτει συχνά στην ψυχιατρική πρακτική της εποχής του την απουσία αυτής της εμπιστοσύνης, τόσο στο άτομο, όσο και στα βασικά χαρακτηριστικά τού ανθρώπινου ψυχισμού, πού υφίστανται και εμμένουν, αν και θαμμένα κάτω από το βάρος των όποιων διαταραχών.
Λέω λοιπόν ότι τα σύγχρονα κινήματα των δικαιωμάτων τού ασθενούς ως πολίτη καταγγέλλουν συχνά την ψυχανάλυση για τον πρώτο σκέλος τού φροϋδικού διαβήματος (τη σχέση παλινδρόμησης και εξάρτησης) και παραβλέπουν εντελώς το δεύτερο, δηλαδή ότι ο Φρόυντ εισήγαγε, ίσως περισσότερο όσο κανείς άλλος στην εποχή του, την εμπιστοσύνη τού θεραπευτή προς τον θεραπευόμενο, την έννοια «κοινής εργασίας» ανάμεσα στους δυο, το στοιχείο ελεύθερης συμμετοχής σε μια κοινή αναζήτηση.
Όπως λες, ο προσανατολισμός σου στην ψυχανάλυση προϋπήρχε και ξεκίνησες την προσωπική σου ανάλυση σύντομα μετά την άφιξή σου στην Γαλλία. Εκπλήρωσε η προσωπική ανάλυση τις προσδοκίες σου; Οι θεσμοί της ψυχανάλυσης; Στην Γαλλία η ψυχανάλυση είχε έντονες εξελίξεις, οι οποίες συζητούνται ακόμη και σήμερα. Πώς τις έζησες; Επηρέασαν την πορεία σου, την ένταξή σου σε μία σχολή; Ποιοι είναι οι λόγοι που σε οδήγησαν να είσαι σήμερα ψυχαναλυτικά στην SPP και όχι κάπου αλλού;
Η προσωπική ανάλυση υπήρξε μια εμπειρία μοναδική, πού νομίζω επηρέασε βαθιά την πορεία μου και τις προσωπικές μου επιλογές (ερωτικές σχέσεις, οικογένεια και πατρότητα), αν και δεν ξέρω πώς θα μπορούσα να το αποδείξω... Νομίζω ότι η αλλαγή πού επιφέρει μία ανάλυση είναι ανεπαίσθητη· διαρκής και ανεπαίσθητη – ανεπαίσθητη υπό την έννοια ότι ακολουθεί ένα δρόμο πού εκ των υστέρων – πάντοτε είμαστε στο εκ των υστέρων – μάς φαίνεται προφανής και αυτονόητος.
Στην Γαλλία βρέθηκα όντως σε εποχή έντονων εξελίξεων στον χώρο της ψυχανάλυσης, αλλά θα ήταν ψέμα να ισχυρισθώ ότι διάλεξα την μία τάση παρά την άλλη μετά από προσωπική μελέτη και εξέταση των χαρακτηριστικών τους. Ο Σακελλαρόπουλος ήταν μέλος της Ψυχαναλυτικής Εταιρείας Παρισιού (SPP), άρα κινήθηκα προς αναλυτές αυτής της εταιρείας, και ταυτόχρονα η Εταιρεία Ψυχικής Υγείας τού 13ου διαμερίσματος ήταν προπύργιο αυτών των ψυχαναλυτών στον χώρο της ψυχιατρικής. Από κάθε άποψη δηλαδή ο δρόμος μου με οδηγούσε προς αυτό τον ψυχαναλυτικό χώρο, και δεν το μετάνιωσα. Διάβασα βέβαια αρκετά Λακάν, όπως όλοι της γενιάς μου, και θεωρώ ότι επωφελήθηκα από αυτά τα διαβάσματα· αλλά ουδέποτε μού πέρασε από το μυαλό να ενταχθώ σ`αυτή την τάση. Είναι αλήθεια ότι φτάνω στην Γαλλία την εποχή πού ο Λακάν πεθαίνει, και η πολυδιάσπαση των τάσεων πού διεκδικούσαν την κληρονομιά του δεν έδινε, και δεν δίνει, ιδιαίτερα θετική εικόνα τού ρεύματος πού εισήγαγε. Όσο για το τί εκπροσωπεί στον χώρο της ψυχανάλυσης... Είναι μεγάλη κουβέντα, δεν είμαι σίγουρος για την εγκυρότητα της γνώμης μου, ίσως πρέπει να την ανοίξουμε με άλλες ερωτήσεις.
Με ρωτάς και για τούς θεσμούς της ψυχανάλυσης... Φαντάζομαι ότι εννοείς τους ιδρυματικούς της σχηματισμούς, την «πολιτική» της υλοποίηση κατά κάποιο τρόπο. Επ`αυτού τού σημείου, η γνώμη μου είναι αρκετά σαφής. Μετά από πολλά χρόνια σε διάφορες διευθυντικές θέσεις, κατέληξα στην πεποίθηση ότι ένα ψυχαναλυτικό ίδρυμα ή θεσμός είναι πάνω απ`όλα... ένα ίδρυμα ή θεσμός· δηλαδή τα γενικά χαρακτηριστικά των ιδρυμάτων και θεσμών των ανθρώπινων ομαδοποιήσεων, συνάξεων και κοινωνιών, οι νόμοι στους οποίους υπακούν – οι συλλογικοί και οι ατομικοί –, υπερτερούν σαφώς των ειδικών χαρακτηριστικών τού κάθε μεμονωμένου ιδρύματος ή θεσμού, είτε πρόκειται για ψυχαναλυτική εταιρεία, είτε για τον επιστημονικό, επαγγελματικό ή επιμορφωτικό σύλλογο ή οργανισμό οποιουδήποτε άλλου κλάδου ή κινήματος.
Κρίνοντας εκ των υστέρων, όπως λες είμαστε πάντα στο εκ των υστέρων, πώς κρίνεις το ρεύμα της ψυχανάλυσης που εντάσσεται στο ρεύμα της διεθνούς ψυχαναλυτικής εταιρείας, και στο οποίο ανήκεις, σε σχέση με τα άλλα σχήματα, λακανογενή ή μη, που υπάρχουν στη Γαλλία; Ποια θα διέκρινες ως ουσιαστικά χαρακτηριστικά τους όσον αφορά στην εκπαίδευση που παρέχουν, στη θεωρία που παράγουν, στο κλινικό τους έργο;
Το βασικό χαρακτηριστικό τού ρεύματος στο οποίο ανήκουμε είναι το πλαίσιο. Στην πραγματικότητα ανέκαθεν ήταν έτσι, το πλαίσιο ήταν ευθύς εξ αρχής το μη διαπραγματεύσιμο στοιχείο της εκπαίδευσης, όπως φάνηκε και στις αναταράξεις πού γνώρισε το ψυχαναλυτικό κίνημα στην Γαλλία. Τόσο το 1953, όταν οι εκπρόσωποι της Διεθνούς (μεταξύ των οποίων και ο Winnicott) εξέτασαν και απέρριψαν την ένταξη σ`αυτήν της Société psychanalytique de France, εταιρείας πού είχε ιδρυθεί, μετά την διάσπαση της Ψυχαναλυτικής Εταιρείας Παρισιού (SPP), από μιά σειρά σημαντικών αναλυτών (Daniel Lagache, Didier Anzieu, Wladimir Granoff, Serge Leclaire, Octave Mannoni, Françoise Dolto, François Perrier...), με τούς οποίους συντάχθηκε και ο Λακάν. Όσο και δέκα χρόνια αργότερα, το 1963- 64, όταν αυτή η εταιρεία, πού συνέχισε να επιζητεί την ένταξή της στην Διεθνή, διασπάστηκε ανάμεσα σε όσους ακολούθησαν τον Λακάν και εκείνους (οι περισσότεροι από τούς προηγούμενους, συν μερικοί νεότεροι, όπως ο Jean Laplanche, o Jean-Bertrand Pontalis, o Daniel Widlöcher...) πού ίδρυσαν την Association psychanalytique de France, η οποία έγινε γρήγορα μέλος της Διεθνούς. Σε ένα ψυχαναλυτικό πεδίο χαρακτηριζόμενο ήδη από ισχυρά ρεύματα πού βρίσκονταν σε σαφή απόκλιση σε σχέση με την κλασική φροϋδική διδασκαλία (ο κλαϊνισμός, η ψυχολογία τού εγώ στις Ηνωμένες Πολιτείες...), η θεωρητική τάση πού εκπροσωπούσε ο Λακάν δεν είχε κανένα λόγο να θεωρηθεί εξοβελιστέα· αντίθετα, η πρακτική του των σύντομων συνεδριών, χωρίς προκαθορισμένη διάρκεια, καθώς και ορισμένες άλλες πρακτικές (για παράδειγμα, η πρόσκληση των αναλυόμενών του στο πολύ γοητευτικό σεμινάριό του, πράγμα πού φυσικά τούς μετέτρεπε σε οπαδούς), ήταν ασύμβατη με το κοινό σε κάθε τάση φροϋδικό πλαίσιο πρακτικής, στο οποίο βασιζόταν και βασίζεται η Διεθνής.
Το στοιχείο αυτό τού πλαισίου, στο οποίο είχαν σκοντάψει τότε οι διαπραγματεύσεις και διαμεσολαβήσεις ανάμεσα στους εκπροσώπους της Διεθνούς και τούς διαφωνούντες, κυρίως με τον Λακάν, παραμένει πάντα επίκαιρο και καίριο κατά την άποψή μου. Και δεν είναι άλλωστε τόσο το ζήτημα τού αν οι συνεδρίες θα είναι τρείς, τέσσερεις ή πέντε την εβδομάδα (στην κλασική αγωγή), ή αν θα διαρκούν μια ώρα, ή 45 λεπτά. Το ζήτημα είναι κυρίως η εγκατάσταση ενός τρίτου όρου (ενός «τρίτου», μιας μορφής «τριτότητας», όπως έλεγε ο Green) ανάμεσα στον αναλυτή και τον αναλυόμενο, αυτόνομου σε σχέση με τούς δύο πρωταγωνιστές, πράγμα πού σημαίνει ότι κανείς από τούς δύο δεν μπορεί να τον χειραγωγήσει κατά βούληση. Η γνώμη μου λοιπόν είναι ότι δεν υπάρχει ανακάλυψη ή παραγωγή νοήματος στα όσα διαμείβονται ανάμεσα σε δύο ανθρώπινα όντα έξω από κάποιο πλαίσιο, από κάποιο πεδίο αναφοράς, στο εσωτερικό τού οποίου, και μόνο, αυτό το νόημα, όχι μόνο παίρνει αξία, αλλά είναι απλώς δυνατό.
Πέρα από αυτό το ζήτημα τού πλαισίου, πού είναι κομβικό και καθορίζει την ένταξη ή μη στην φροϋδική κοινότητα, υπάρχουν διαφορές ανάμεσα σε εταιρείες της ίδιας χώρας, και ανάμεσα στις διάφορες χώρες. Η Ψυχαναλυτική Εταιρεία Παρισιού, στην οποία ανήκω, είναι παραδοσιακά ιδιαίτερα ευαίσθητη στην κλινική και θεραπευτική διάσταση της ψυχανάλυσης, δεν είναι άλλωστε τυχαίο πού η συντριπτική πλειοψηφία των μελών της είναι κλινικοί ψυχολόγοι και ψυχίατροι (αυτό το στοιχείο, στην ακραία του μορφή, ήταν καί ένα από τα προβλήματα πού οδήγησαν στην πρώτη διάσπαση τού 1953, ανεξάρτητα από την πρακτική τού Λακάν, δηλαδή η τάση μιας μερίδας των τότε διευθυνόντων, με κύριο εκπρόσωπο τον Sacha Nacht, να θεωρούν την ψυχανάλυση σχεδόν σαν ένα κλάδο της ιατρικής και της ψυχιατρικής). Είναι επίσης μια εταιρεία πού ζητά από τούς υποψήφιους για εκπαίδευση να έχουν μια κλινική εμπειρία στην ψυχοπαθολογία. Αλλά βέβαια είναι πλέον πολυπληθής εταιρεία, με πάνω από οκτακόσια μέλη, υπάρχουν στους κόλπους της και κλαϊνικοί ή νεοκλαϊνικοί, και βινικοτικοί, χωρίς να ξεχνάμε τούς ψυχοσωματικούς, και γενικότερα ποικίλες ευαισθησίες ανάλογα με την θεωρητική κατεύθυνση πού ταίριαξε περισσότερο στην πρακτική τού καθενός, αλλά και πού κληρονόμησε από τούς δασκάλους πού είχε, κλπ.
Η σκέψη τού Λακάν είναι παρούσα στην Εταιρεία στην οποία ανήκω, όπως νομίζω και στις τρείς γαλλικές εταιρείες πού εντάσσονται στην διεθνή – διότι έκτοτε προστέθηκε και μια τρίτη εταιρεία, η Société psychanalytique de Recherche et de Formation, πού προέκυψε πρόσφατα από την «Τέταρτη Ομάδα» (το Quatrième Groupe, εταιρεία πού ίδρυσε Piera Aulagnier μετά την διάλυση της Société psychanalytique de France το 1964 και την ίδρυση της Association psychanalytique de France). Δεν είναι καθόλου σπάνιο να βρει κανείς βιβλιογραφικές αναφορές στον Λακάν στα άρθρα πού δημοσιεύονται στην Revue française de Psychanalyse. Γενικότερα, η γνώμη μου είναι ότι η λακανική αντίληψη είναι η μόνη φερέγγυα πρόταση εξόδου της ψυχανάλυσης από τον «βιολογισμό» πού αναμφισβήτητα χαρακτηρίζει την σκέψη τού Φρόυντ, και γι αυτό άλλωστε και ο Λακάν βρήκε ιδιαίτερη απήχηση σε εργαζόμενους άλλων τομέων των επιστημών τού ανθρώπου (φιλοσοφία, ανθρωπολογία, γλωσσολογία, αλλά και λογοτεχνία, παιδαγωγική, κλπ.). Όλες οι άλλες εκδοχές απομάκρυνσης από τον φροϋδικό βιολογισμό καταλήγουν να μετατρέψουν την μεταψυχολογία σε απλή ψυχολογία με ψυχαναλυτικό επίχρισμα. Όλα αυτά βέβαια, για όσους θεωρούν αναγκαίο να αποκοπεί η ψυχανάλυση από τον φροϋδικό βιολογισμό. Όσο με αφορά, ο βιολογισμός αυτός με καλύπτει απόλυτα· και έτσι, δεν είμαι λακανικός.
Και η εκπαίδευση ;
Τα όσα σού είπα για το πλαίσιο καθορίζουν σε γενικές γραμμές την εκπαίδευση. Κατά τα άλλα, υπάρχουν διάφορα «στυλ» εποπτείας, και διαφορετικές ευαισθησίες. Προσωπικά, ζητώ από τούς μέλλοντες αναλυτές και ψυχοθεραπευτές να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί στον λόγο τού ασθενούς (στις λέξεις ακριβώς πού χρησιμοποίησε), στις συνειρμικές αλληλουχίες (τού ασθενούς, και τίς δικές τους), καθώς και στα λεγόμενα εξωλεκτικά στοιχεία : σιωπές, ανακοπές, συναισθηματικές, συγκινησιακές ή ψυχοκινητικές εκδηλώσεις... Αρκετά κλασικά πράγματα. Δεν τούς ενθαρρύνω ιδιαίτερα να αναλύονται σε μακροσκελείς αναπτύξεις γύρω από την αντιμεταβίβασή τους : έχω συχνά την εντύπωση ότι αυτές οι μαρτυρίες χωλαίνουν από άποψη αυθεντικότητας. Έτσι κι αλλιώς, η αντιμεταβίβαση είναι συνήθως σιωπηρή, γίνεται συχνά αντιληπτή κατόπιν εορτής, και οι πλατειασμοί γύρω από αυτήν είναι συχνά αμυντικός λόγος πού, στην καλύτερη περίπτωση, μιλά περισσότερο για τον εκπαιδευόμενο παρά για τα όσα ο αναλυόμενος υποτίθεται ότι εναπόθεσε μέσα του. Ξέρω όμως ότι άλλοι συνάδελφοι επιζητούν περισσότερο αυτό το στοιχείο περιγραφής της αντιμεταβίβασης.
Αν μιλήσουμε τώρα γενικότερα για την εκπαίδευση, θεωρώ σαν πραγματικό πρόβλημα το ότι πολλοί συνάδελφοι τελειώνουν την εκπαίδευσή τους και γίνονται αναλυτές (υπό την έννοια μέλους της αντίστοιχης εταιρείας) σε σχετικά προχωρημένες ηλικίες, και συχνά μετά τα πενήντα τους χρόνια. Είναι επικίνδυνο, νομίζω, για ένα επιστημονικό κλάδο, οι εργαζόμενοί του να μπαίνουν στην «παραγωγή», την θεραπευτική και την επιστημονική, τόσο αργά..., είναι ένα στοιχείο πού αντικειμενικά παραβλάπτει την δημιουργικότητα και την απαραίτητη ανανέωση.
Αλλά πού είναι ακριβώς το πρόβλημα ; Η ψυχανάλυση συνίσταται πάνω απ`όλα σε μια πρακτική, και όπως όλες οι πρακτικές, απαιτεί μια περίοδο μαθητείας, η οποία προϋποθέτει μια πρώτη φάση της πρακτικής υπό την εποπτεία κάποιου έμπειρου επαγγελματία. Το ίδιο ισχύει και για τούς γιατρούς, και για τούς πιλότους, και για τούς υδραυλικούς... Άρα, αν πρόβλημα υπάρχει, έγκειται στο μακροχρόνιο, όχι της μαθητείας, αλλά της πρακτικής της ίδιας : εάν χρειάζεσαι μια προσωπική ανάλυση πολλών ετών, και αν οι υπό εποπτεία αναλύσεις σου είναι και αυτές πολλών ετών, αναγκαστικά τελειώνεις στην καλύτερη περίπτωση γύρω στα πενήντα. Θυμάμαι τον Lebovici να λέει ότι οι δύο μάστιγες της πρακτικής μας είναι οι συνεδρίες των πέντε λεπτών και οι αναλύσεις των δέκα ετών.
Μπορεί αυτό να αλλάξει ;
Δέν ξέρω... Κατά την άποψή μου, αν είμασταν σε θέση να έχουμε ιδανικές συνθήκες, οι ψυχαναλύσεις θα γίνονταν σε πέντε συνεδρίες την εβδομάδα, για δύο ή τρία χρόνια (έστω και αν ο αναλυόμενος έκανε κάποια δεύτερη ανάλυση, με άλλο αναλυτή, δέκα ή είκοσι χρόνια μετά). Θα ήσαν δηλαδή μια εμπειρία έξω από τον συνήθη ρυθμό της ζωής, μιά πρόσκαιρη μεταφορά σε ένα «αλλού», μια περιορισμένη στον χρόνο καταβύθιση σε χώρους τού ψυχισμού σχεδόν άγνωστούς στην καθημερινότητά μας. Η ανάλυση των τριών συνεδριών την εβδομάδα επί σειρά ετών (και βλέπουμε και αναλύσεις με δύο συνεδρίες) εμπεριέχει τον κίνδυνο να εισαγάγει την αναλυτική εμπειρία στην τρέχουσα ροή της ζωής, να μετατρέψει την ψυχανάλυση σε συνοδεία, ενώ πρόκειται γιά τομή. Ενισχύει την διάσταση ναρκισσιστικής διασφάλισης τού βιώματος – πού βέβαια υφίσταται – εις βάρος της διάστασης αντικειμενοτρόπου ανακάλυψης και «ανάφλεξης» – πού είναι κάτα κύριο λόγο, στο πνεύμα τουλάχιστον τού Φρόυντ. Ένας είδος χλιαρού βινικοτισμού (για τον οποίο δεν είναι υπεύθυνος ο ίδιος ο Winnicott, το έργο τού οποίου θεωρώ ιδιαίτερα σημαντικό) εισδύει προοδευτικά στην πρακτική των αναλυτών (και ακόμη περισσότερο των πολυπληθών ψυχοθεραπευτών, με ή χωρίς εισαγωγικά) εις βάρος της παιδικής σεξουαλικότητας, των επιβιώσεων και εκδηλώσεών της στην ενήλικη ζωή, και των συγκρούσεων πού αναζητούν επίλυση και λειτουργικότερους συμβιβασμούς μέσα από μια μεταβιβαστική διαδικασία πού μπορεί να είναι επίπονη.
Υπάρχουν ασφαλώς ασθενείς πού το χρειάζονται, ή με τούς οποίους δεν μπορεί να γίνει αλλιώς... Οι λεγόμενες ναρκισσιστικές παθολογίες έχουν πάρει τεράστια έκταση σε ένα δυτικό κόσμο πού χάνει προοδευτικά τις περισσότερες από τις παραδοσιακές του σταθερές, είτε αυτές είναι η οικογενειακή δομή, είτε η θρησκεία, είτε η ασφαλής, αυτονόητη και μακροχρόνια εργασιακή ένταξη. Όμως όλες αυτές οι σταθερές συμβάλλουν στην ναρκισσιστική μας ισορροπία. Ακούω διάφορους οικονομολόγους στην Γαλλία να εξαίρουν τις ευεργετικές επιπτώσεις της κινητικότητας και της ανανέωσης, και να οικτίρουν τον συντηρητισμό των Γάλλων, την δυσκολία τους για παράδειγμα να δεχθούν θέση εργασίας στην άλλη άκρη της χώρας όταν χάσουν την δουλειά τους. Σωστά... Μόνο πού η κινητικότητα χρειάζεται γερά ναρκισσιστικά κότσια. Όταν οι άνθρωποι εγκατασταθούν σε μια περιοχή και βρουν εργασία, κάνουν φιλίες, συναδέλφους και γείτονες, αγοράζουν σπίτι, τα παιδιά τους συνδέονται με άλλα παιδιά στο σχολείο, ενσωματώνονται σε μια δημοτική και κοινοτική ζωή. Κάθε απώλεια κάνει και πιο ευάλωτη την ναρκισσιστική μας οργάνωση. Έτσι όπως πάνε τα πράγματα, οι άνθρωποι θα περνάνε περισσότερα χρόνια της ζωής τους με τον ίδιο ψυχαναλυτή, παρά με τον ίδιο σύζυγο, εργοδότη ή δήμο. Αλλά βέβαια υπάρχουν και χειρότερα, στα τέσσερα πέμπτα της υφηλίου.
Ανεξάρτητα από τις θεραπευτικές αναγκαιότητες, είναι σήμερα ρεαλιστικό να ελπίζουμε τέτοιου είδους συνθήκες άσκησης της ψυχανάλυσης σαν αυτές πού περιγράφω, στο συγκεκριμένο ιστορικό και κοινωνικό μας πλαίσιο ; Μάλλον όχι.
Πώς θα περιέγραφες τη σημερινή κατάσταση της ψυχανάλυσης στη Γαλλία; Υπάρχει ενδιαφέρον, δυναμισμός, αναζήτηση σε θεωρητικό, κλινικό ή οργανωτικό επίπεδο; Ποια είναι η ποιότητα και ο αριθμός των υποψηφίων σήμερα στη δική σου αλλά και στις άλλες εταιρείες; Ποιο είναι το επίπεδο της εκπαίδευσης;
Είναι σαφές ότι η ψυχανάλυση δεν κατέχει την θέση πού κατείχε πριν τριάντα ή σαράντα χρόνια. Από τούς 70 περίπου καθηγητές ψυχιατρικής ενηλίκων των γαλλικών Ιατρικών Σχολών, κανείς πιά δεν είναι ψυχαναλυτής, και οι ψυχαναλυτές ανάμεσα στους 30 καθηγητές ψυχιατρικής παιδιών και εφήβων όλο και λιγοστεύουν. Πολλές Σχολές Ψυχολογίας συνεχίζουν να έχουν σημαντικά τμήματα ψυχανάλυσης, αλλά και εκεί προοδευτικά υποχωρούν σε σχέση με την γνωσιακή τάση (η οποία όμως στην Γαλλία ήταν πολύ λίγο ανεπτυγμένη)· δεν ξέρουμε αν η εξέλιξη αυτή τα καταλήξει σε μια μορφή ισορροπίας, ή αν η υποχώρηση της ψυχανάλυσης θα συνεχισθεί όπως στην Ιατρική. Παρομοίως, η ψυχανάλυση έχει ίσως σήμερα λιγότερη απήχηση στον γενικότερο χώρο των επιστημών τού ανθρώπου απ`ότι παλαιότερα. Στον ευρύτερο χώρο της διανόησης, οι επιθέσεις και λιβελογραφικές τοποθετήσεις ορισμένων διανοουμένων τού καθολικισμού της δεκαετίας τού 1950 και 1960 αντικαταστάθηκαν από αντίστοιχες, προερχόμενες από διανοητές της ελευθεριάζουσας και αντιεξουσιαστικής τάσης, απόγονους του αριστερισμού τού Μάη τού 68. Αλλά γενικά, έχω την εντύπωση ότι η γαλλική διανόηση συνεχίζει να θεωρεί την ψυχανάλυση σαν σημαντική συνεισφορά στην κατανόηση τού ανθρώπου. Τέλος, στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, η κατάσταση είναι όπως συνήθως : τις «ανακαλύψεις» και «κατακτήσεις» της ψυχανάλυσης των δεκαετιών τού 1950-1970 αντικατέστησαν οι «ανακαλύψεις» και «κατακτήσεις» της γνωσιακης ψυχολογίας και των νευροεπιστημών· με δυό λόγια, δεν είμαστε πιά της μόδας. Πράγμα πού δεν είναι ευτύχημα, αλλά ούτε και δυστύχημα.
Η γενική εντύπωση είναι ότι η ψυχαναλυτική σκέψη παραμένει πολύ δυναμική, αν λάβει κανείς υπόψη του το πλήθος των ημερίδων και συνεδρίων κάθε χρόνο, τα βιβλία και τα περιοδικά (αν και η εκδοτική κίνηση είναι λιγότερο έντονη απ`ό,τι παλαιότερα). Ο πολλαπλασιασμός των παθολογιών πού δεν εντάσσονται στις ψυχώσεις υπό την στενή έννοια τού όρου, και πού δεν υπακούν στις συντεταγμένες οργάνωσης των νευρώσεων – των παθολογιών δηλαδή πού ο Green ονόμαζε πολύ εύστοχα «ιδιωτική τρέλα» – έχει αναμφισβήτητα τονώσει τις έρευνες και αναζητήσεις, τόσο στην ιδιωτική άσκηση της δουλειάς μας, όσο και στον δημόσιο τομέα. Και είναι προφανές ότι στον χώρο αυτό, όπου τα ψυχοφάρμακα δεν είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικά και όπου οι άλλες μορφές ψυχοθεραπείας δεν έχουν ειδικά εργαλεία, η ψυχαναλυτική σκέψη εμφανίζεται σαν η μόνη ικανή να συμβάλει στην κατανόηση της ψυχοπαθολογίας, στην αποκρυπτογράφηση τού θεραπευτικού αιτήματος, στην φύση της θεραπευτικής σχέσης πού εγκαθίσταται, και στις ειδικές αναδιατάξεις τού πλαισίου πού απαιτεί η αντιμετώπισή τους.
Δεν είμαι ιδιαίτερα απαισιόδοξος, παρ`ότι η ψυχανάλυση δεν κατέχει πιά την θέση πού κατείχε στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση, από Ιατρική μέχρι επιστήμες τού ανθρώπου. Θυμίζω την φράση του Φρόυντ στο άρθρο του τού 1904 σχετικά με την ψυχοθεραπεία : «Αν εμείς οι γιατροί δεν μπορούμε να παραιτηθούμε από την ψυχοθεραπεία, είναι απλούστατα διότι το άλλο συμβαλλόμενο μέρος, οι ασθενείς, πού δεν μπορούμε παρά να λάβουμε πολύ σοβαρά υπόψη μας στην διαδικασία αγωγής, δεν έχει την παραμικρή πρόθεση να παραιτηθεί από αυτήν». Σ`αυτό το επίπεδο, η ψυχαναλυτικές πρακτικές σημείωσαν σημαντικές προόδους. Παλαιότερα, οι ψυχαναλυτές θύμιζαν ίσως λίγο τον αστεϊσμό τού Γούντι Άλεν : «Έχω μια απάντηση, έχει κανείς καμμιά ερώτηση ;». Δηλαδή, κλασική ανάλυση, το ίδιο πλαίσιο για όλους, και αυστηρή σιωπή. Οι ψυχαναλυτές έγιναν πολύ πιο επινοητικοί στις μεθόδους εργασίας τους, και όλη αυτή η καινούργια τεχνογνωσία αντικατοπτρίζεται στις δημοσιεύσεις και θεωρητικές συμβολές. Και μάς βοηθά και η θλιβερή κατάσταση της επίσημης σύγχρονης ψυχιατρικής : όλο και περισσότεροι άνθρωποι δεν βρίσκουν αυτό πού γυρεύουν σε προσεγγίσεις πού βασίζονται αποκλειστικά στην διάγνωση και στα φάρμακα, και πού αρνούνται να τούς ακούσουν, και στρέφονται προς άλλους επαγγελματίες.
Ωστόσο – και αυτό είναι νομίζω το πιο καίριο σημείο αυτής της ανανέωσης – η τεχνογνωσία αυτή δεν προκύπτει μέσα από μια αρμονική πορεία μετεξέλιξης, με αφετηρία την υπάρχουσα γνώση, αλλά μέσα από μια σχέση συγκρουσιακή μαζί της· και γι αυτό άλλωστε και παράγει καινούργια γνώση, η οποία συμπληρώνει, και μερικές φορές αναθεωρεί, την υπάρχουσα. Η επινοητικότητα στις τεχνικές και στις μεθόδους προσέγγισης διαφορετικών παθολογιών αναταράσσει, και μερικές φορές απειλεί, τα βασικά στοιχεία της αναλυτικής θεωρίας και πρακτικής, χωρίς τα οποία όμως η ψυχανάλυση χάνει την ιδιαίτερη ταυτότητά της : την ενόρμηση και την παιδική σεξουαλικότητα, την επανάληψη και αναβίωση μέσα από την μεταβίβαση, το ενδιαφέρον για τις εκδηλώσεις τού ασυνείδητου, την έμφαση στις διαδικασίες σκέψης και την συνειρμικότητα, την επεξεργασία των συναισθημάτων τόσο αγάπης όσο και μίσους, τον συγκερασμό παραγωγής ψυχικού έργου και αρνητικότητας... Το μέλλον της ψυχαναλυτικής σκέψης εξαρτάται νομίζω από την γονιμότητα αυτής της σύγκρουσης, και όχι από την υιοθέτηση κάθε είδους πρακτικής με την ψευδαίσθηση ότι εναρμονίζεται χωρίς ιδιαίτερες δυσκολίες στις θεμελιώδεις γνώσεις της ψυχανάλυσης.
Και σε επίπεδο υποψηφίων και εκπαίδευσης;
Οι τρεις ψυχαναλυτικές εταιρίες πού εντάσσονται στην Διεθνή πρέπει να έχουν γύρω στους τριακόσιους πενήντα εκπαιδευόμενους, και ο αριθμός αυτός παραμένει πάνω-κάτω σταθερός τα τελευταία χρόνια. Στο σύνολο αυτό, οι κλινικοί ψυχολόγοι προοδευτικά υπερτέρησαν αριθμητικά σε σχέση με τούς γιατρούς (και ψυχιάτρους), πού δεν αντιπροσωπεύουν πλέον παρά το 10 με 20%· λαμβάνοντας υπόψην ότι η Γαλλία εκπαιδεύει έτσι κι αλλιώς πολύ λιγότερους ψυχιάτρους απ`ό,τι κατά την περίοδο 1970-1990, όπου το ζητούμενο ήταν να επανδρωθούν σχετικά γρήγορα οι εκατοντάδες ψυχιατρικοί τομείς πού θεσπίστηκαν με την μεταρρύθμιση τού 1960. Μετά τις συγκρούσεις της δεκαετίας τού 1950 γύρω από ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα πολύ άκαμπτο και σχολικό, η εκπαίδευση πλέον, εδώ και πολλές δεκαετίες, είναι πολύ πιο ελεύθερη, και οι εκπαιδευόμενοι διαλέγουν μόνοι τους, ανάμεσα σε ένα αρκετά μεγάλο αριθμό σεμιναρίων, εκείνα πού θέλουν να παρακολουθήσουν· απλώς τούς υποδεικνύεται ότι ορισμένα είναι πιο κατάλληλα για τα πρώτα χρόνια της εκπαίδευσης. Αυτοί πού πιστεύουν ότι έχει και τα καλά του ένα σύστημα περισσότερο αγγλοσαξωνικό, πού διασφαλίζει υπό μορφή μαθημάτων μία ελάχιστη κοινή βασική γνώση στην αρχή της εκπαίδευσης, ίσως και να πιστεύουν ότι το ισχύον σύστημα στη Γαλλία έχει πάει στο άλλο άκρο σε σχέση με την δεκαετία τού 1950. Αλλά γενικά το πρόγραμμα εκπαίδευσης, τα σεμινάρια πού προτείνονται στα πλαίσια των εταιρειών μας, είναι ιδιαίτερα πλούσιο και καλού επιπέδου.
Το βασικό πρόβλημα πού αντιμετωπίζουν οι μέλλοντες νέοι συνάδελφοι είναι η ανεύρεση των δύο αναλυόμενων για τις εποπτείες πού απαιτεί η εκπαίδευσή τους. Ένας μη αμελητέος αριθμός εκπαιδευομένων, από τούς οποίους ορισμένοι θα είχαν γίνει άξιοι αναλυτές, εγκαταλείπουν μετά από κάποια χρόνια την εκπαίδευση γι αυτό τον λόγο. Κατά την άποψή μου, το πρόβλημα είναι σοβαρό· αλλά δεν νομίζω ότι υπάρχει συναίνεση, στο χώρο των ψυχαναλυτικών εταιρειών, ως προς τον βαθμό της σοβαρότητάς του, και ακόμη λιγότερο όσον αφορά τις ενδεχόμενες λύσεις (ακόμη κι αν συμφωνούσαμε όλοι ότι το πρόβλημα είναι σοβαρό, θα παρέμενε πολύ δύσκολο να βρεθούν ικανοποιητικές λύσεις). Μερικοί θεωρούν ότι αυτοί πού θέλουν πραγματικά να γίνουν αναλυτές, το κυνηγούν, το παλεύουν, και στο τέλος τα καταφέρνουν, βρίσκουν αναλυόμενους και συμπληρώνουν την εκπαίδευσή τους· και ότι κατά συνέπεια, το όλο ζήτημα είναι σε τελευταία ανάλυση ζήτημα επιμονής και πίστης. Είναι απόλυτα σωστό, αλλά για μάς, τίς εταιρείες, το ερώτημα πού προκύπτει σ`αυτή την περίπτωση είναι: τι γυρεύουμε τελικά ; Να εκπαιδεύσουμε επαγγελματίες, ή να στρατολογήσουμε αγωνιστές ; Και ξέρουμε βέβαια ότι το ερώτημα δεν είναι αθώο, ότι σχετίζεται με τις δυσκολίες πού συνάντησε ο Φρόυντ να βγάλει το επιστημονικό πεδίο πού συγκρότησε από την ακατανοησία και την συκοφαντία, με την τάση του να μιλά για «κίνημα» («ψυχαναλυτικό κίνημα») και για την «υπόθεση (cause) της ψυχανάλυσης» (όρο πού θα χρησιμοποιήσει στην συνέχεια, και κατά κόρον, και ο Λακάν, μέσα στην ηρωική μοναχικότητα πού ο ίδιος σκηνογράφησε), με μια ολόκληρη ιδεολογία βαλλόμενης πρωτοπορίας, προσηλωμένης στον μεγάλο κοινό σκοπό παρά τις ποικίλες αντιξοότητες και εχθρότητες... Μετά από εκατό είκοσι χρόνια ζωής της ψυχανάλυσης, και σε μια εποχή ανόδου διαφόρων φανατισμών και σεχταρισμών, είναι καιρός νομίζω να βγούμε από τίς αγωνιστικές προσεγγίσεις της δουλειάς μας και να την υπερασπισθούμε γι αυτό ακριβώς πού είναι, δηλαδή η πληρέστερη δυνατή επιστήμη τού ανθρώπινου ψυχισμού (όχι τού εγκεφάλου, όχι των νοητικών διεργασιών, αλλά τού ψυχισμού). Κι έτσι να θεωρήσουμε ότι είναι σημαντικό να βρούμε τρόπους να μεταδώσουμε την γνώση της σε κάθε είδους πρακτική πού σχετίζεται με τον ανθρώπινο ψυχισμό, είτε λέγεται ψυχανάλυση, είτε ψυχοθεραπεία, είτε ψυχιατρική (είτε μελέτη γενικότερων, πολιτιστικών και άλλων, εκφάνσεων τού ανθρώπινου ψυχισμού), και να διευκολύνουμε την ένταξη των αντίστοιχων επαγγελματιών στους κόλπους μας, με όποιο τρόπο κρίνουμε καταλληλότερο, συμπεριλαμβανομένων και των τρόπων πού θα πρέπει να επινοήσουμε.
Πώς έβλεπες όλα αυτά τα χρόνια την εξέλιξη της ψυχανάλυσης στην Ελλάδα γενικά και της Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας ειδικά;
Δεν μπορώ να πώ ότι έχω μια ασφαλή εικόνα της ανάπτυξης της ψυχανάλυσης στην Ελλάδα, και της Εταιρείας μας. Όταν έφυγα δεν υπήρχε ακόμη Εταιρεία, νομίζω είμασταν ακόμη στη φάση τού study group. Είχε τότε ιδρυθεί η Εταιρεία Ψυχαναλυτικής Ψυχοθεραπείας, πού υπήρξε νομίζω σημαντικό βήμα την εξοικείωση και προσέλκυση επαγγελματιών πού είχαν κατανοήσει την σπουδαιότητα της ψυχανάλυσης για την άσκηση των λειτουργιών τους. Οι Εταιρείες πού ιδρύονται από μέλη πού προέρχονται από διαφορετικές χώρες έχουν πάντα το πρόβλημα τού πύργου της Βαβέλ, διότι η ψυχανάλυση δεν αναπτύχθηκε ομοιόμορφα στις διάφορες χώρες προελεύσεως. Αλλά όταν αυτό το πρόβλημα ξεπεραστεί – καθώς και το συνακόλουθό του, εκείνο πού ο Φρόυντ ονόμαζε «ναρκισσισμό των μικρών διαφορών» – προκύπτει τεράστιο κέρδος αλληλοεμπλουτισμού. Η Ελληνική Εταιρεία με κάλεσε τον περασμένο Νοέμβριο να κάνω μια εισήγηση στο συνέδριό της, και εντυπωσιάστηκα από την ποιότητα των παρεμβάσεων και τού διαλόγου πού ακολούθησε. Έφυγα με την αίσθηση ενός οργανισμού υψηλής επιστημονικής ποιότητας και στέρεας κλινικής εμπειρίας.
Και μια τελευταία ερώτηση : αν σού ζητούσαν να πεις τί είναι η ψυχανάλυση, όχι ποια είναι σε γενικές γραμμές η θεωρία της, αλλά τί είναι επιστημολογικά, δηλαδή ποια θέση κατέχει, και ποια ιδιοτυπία εκφράζει, στο σύνολο των επιστημών, τι θα έλεγες ;
Θα έλεγα ότι η ψυχανάλυση είναι η επιστήμη πού περιγράφει και διατυπώνει υποθέσεις πάνω σε ένα ιδιαίτερο σύστημα τού ανθρώπινου οργανισμού, πού λέγεται ψυχισμός. Ο ψυχισμός, το ψυχικό σύστημα – το αντικείμενο της ψυχανάλυσης – είναι ένα σύστημα όπως π.χ. το καρδιαγγειακό σύστημα ή το πεπτικό σύστημα, το καθένα με την δική του ζωή, τις δικές του δυναμικές ισορροπίες, συγκρούσεις και εξελίξεις. Αλλά έχει την ιδιαιτερότητα ότι, αντίθετα με τα άλλα συστήματα τού ανθρώπινου οργανισμού, είναι πολύ λίγο ή καθόλου ανεπτυγμένο στα άλλα είδη θηλαστικών, πράγμα πού περιορίζει τις δυνατότητες πειραματικής μελέτης του στη βάση υλικού άλλου έξω από το ανθρώπινο. Η κλασική ανάλυση – το σύνολο ντιβάνι-πολυθρόνα, με τη μεταβιβαστική σχέση και το σχετικό πλαίσιο – είναι η κατεξοχήν πειραματική διάταξη αυτής της μελέτης.
Όπως και τα άλλα συστήματα, ο ψυχισμός χαρακτηρίζεται από μια σχετική αυτονομία, δηλαδή είναι δυνατόν να τον μελετήσει κανείς μεμονωμένα – όπως υπάρχουν καρδιολόγοι ή γαστρεντερολόγοι –, ξέροντας ταυτόχρονα ότι η αυτονομία αυτή είναι σχετική.
Το σύστημα αυτό αναπτύσσεται ανάμεσα σε δύο πραγματικότητες πού είναι εν μέρει ανεξάρτητες από αυτό : η μία είναι το σώμα και η βιολογία του (πού εκπροσωπείται στον ψυχισμό υπό τον όρο της ενόρμησης) και η άλλη είναι η εξωτερική πραγματικότητα, το περιβάλλον (πού εκπροσωπείται στον ψυχισμό υπό τον όρο τού αντικειμένου). Έχει την ιδιαιτερότητα να μην αναπτύσσεται «αυτόματα»: για την συγκρότησή και ανάπτυξή του απαιτείται ένας άλλος ψυχισμός (άλλοι ψυχισμοί), και αυτό έχει σαν συνέπεια η ζωή και εξέλιξή του να βρίσκονται ευθύς εξ αρχής, και μέχρι τέλους, άρρηκτα δεμένες με το αντικείμενο.
Δεν ξέρουμε ακριβώς πώς και γιατί αναπτύχθηκε αυτό το σύστημα, δηλαδή πώς και γιατί η εξέλιξη των θηλαστικών έδωσε αυτό το ιδιαίτερο είδος πού είναι το ανθρώπινο. Παρακολούθησα με ιδιαίτερο ενδιαφέρον πριν από μερικά χρόνια τις υποθέσεις πού διατυπώθηκαν μέσα από ένα διάλογο παλαιοντολόγων, ανθρωπολόγων και ψυχαναλυτών. Κατέληγαν στην ιδέα ότι το είδος αυτό – το ανθρώπινο – προέκυψε ίσως χάρη σε μια γενετική μετάλλαξη πού μετατόπισε μέσα στο χρόνο την ωρίμαση των γενετήσιων οργάνων, την γενετησιότητα· είναι γεγονός ότι στα περισσότερα θηλαστικά η ενήβωση αναπτύσσεται πολύ γρήγορα μετά τη γέννηση, σε ελάχιστους μήνες, ενώ στον άνθρωπο παίρνει πολλά χρόνια, δυσανάλογα πολλά σε σχέση με το συνολικό προσδόκιμο επιβιώσεώς του, πού θα ήταν γύρω στα τριανταπέντε-σαράντα χρόνια αν δεν υπήρχαν όλες οι κατακτήσεις τού πολιτισμού. Δηλαδή υπάρχει ένα μεγάλο χρονικό διάστημα κατά το οποίο η ανάπτυξη των άλλων λειτουργιών, συμπεριλαμβανομένων και των εγκεφαλικών, συνεχίζεται ερήμην της σεξουαλικής ωρίμασης. Ίσως αυτό να ήταν και η βασική διαίσθηση τού Φρόυντ γύρω από τον ρόλο της σεξουαλικότητας υπό την ρεαλιστική έννοια τού όρου, στον οποίο επέμενε περιέργως μέχρι το τέλος τού έργου του, και ειδικότερα της παιδικής σεξουαλικότητας, τού αυτοερωτισμού, κλπ.: η χρονική απόσταση ανάμεσα στις δυνατότητες αναπαράστασης και στις δυνατότητες έμπρακτης υλοποίησης επέτρεψε την ανάδυση ενός ιδιαίτερου συστήματος τού οργανισμού, πού αναπτύχθηκε σε σχετική απόκλιση σε σχέση με την πραγμάτωση τού ενστικτικού προγράμματος· ενός συστήματος πού εν μέρει αντικατέστησε την ικανοποίηση αναγκών από την επιθυμία αντικειμένων, δηλαδή πού αναπτύχθηκε με βάση την αρχή της ηδονής χωρίς να ταλανίζεται ιδιαίτερα από την αναγκαιότητα της ικανοποίησης των αναγκών, και άρα και από τούς περιορισμούς της απέναντι στην εξωτερική πραγματικότητα. Φαντάζομαι ότι αυτή η δυνατότητα αναπαράστασης χωρίς πραγμάτωση – αυτή δηλαδή η δυνατότητα λειτουργίας με βάση την αρχή της ηδονής –, θεμέλιο των αυτοερωτισμών, έφερε με τη σειρά της την ανάπτυξη τού συμβολισμού με τίς πρώτες εκδηλώσεις της εικαστικότητας και του λόγου, και στη συνέχεια την απαγόρευση της αιμομιξίας και τις άλλες πλαισιώσεις πού χαρακτηρίζουν την ανθρώπινη σεξουαλικότητα, και τέλος τα υπόλοιπα πολιτισμικά επιτεύγματα. Αλλά όλα αυτά δεν είναι παρά υποθέσεις, ασφαλώς υπάρχουν και άλλες.
Η ψυχανάλυση είναι η εγκυρότερη σήμερα βιολογική διατύπωση τού ανθρώπινου ψυχισμού.