Η ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΩΣ ΠΕΔΙΟ ΨΥΧΟΝΟΗΤΙΚΗΣ ΕΜΠΕΙΡΙΑΣ
Μ. Λουτζακλή
(Προσεγγίσεις) περί της εποπτείας και της σχέσης επόπτη-εποπτευόμενου
Σύμφωνα με τον Lebovici (1970), η εποπτεία δεν αποτελεί «απλώς μια διαδικασία διδασκαλίας, αλλά κυρίως μια συνθήκη για τη μεταβίβαση της ψυχανάλυσης από τη μια γενιά στην άλλη».
Ο Οgden (2007) υποστηρίζει πως «υπάρχει κάτι περισσότερο στην εμπειρία της εποπτείας από το να μάθουμε πώς να κάνουμε ανάλυση/ θεραπεία».
Aυτό το «περισσότερο» ο Oberman (1990) το ορίζει ως εξής: «η εποπτεία δεν αφορά απλώς την απόκτηση δεξιοτήτων, αφορά την απόκτηση μιας αναλυτικής ταυτότητας». Ο Solnit (1970) την περιγράφει ως «μια διαφορετική αναλυτική εμπειρία», στα πλαίσια της εκπαιδευτικής ψυχαναλυτικής διεργασίας.
Στο άρθρο του «Το πλαίσιο της εποπτείας σε μακρόχρονες ψυχοθεραπείες», ο Π. Σακελλαρόπουλος (1999) αναφέρεται αναλυτικά στα πολλαπλά επίπεδα αυτής της εμπειρίας. Αναφέρεται στους «αφανείς» συμβαλλόμενους (ψυχαναλυτική εταιρεία, ψυχαναλυτής του εποπτευόμενου, τυχόν εργασιακή σχέση του εποπτευόμενου με τον επόπτη κ.λ.π.) και στις σημασίες τους στην εποπτική εμπειρία Παραμένει, όμως, πάντα προσηλωμένος σε αυτά που συμβαίνουν στο πεδίο που δημιουργείται από τη σχέση επόπτη, εποπτευόμενου και θεραπευόμενου. Θεωρεί κεντρική λειτουργία της εποπτείας τον έλεγχο της αντιμεταβίβασης, διευκρινίζοντας πως «στόχος είναι ο έλεγχος και η σχετική κατανόηση των ασυνείδητων κινήτρων, μόνο σε ό,τι αφορά τον άρρωστο του εποπτευόμενου». Παρακάτω αναφέρει ότι «το αντικείμενο και των δύο είναι ο άρρωστος του εποπτευόμενου και ειδικότερα η αντιμεταβίβαση του εποπτευόμενου προς τον άρρωστό του».
Σύμφωνα λοιπόν με την προσέγγιση αυτή, τα αντιμεταβιβαστικά φαινόμενα εντοπίζονται, ονομάζονται και καθίστανται κεντρικό πεδίο της εποπτικής διεργασίας. Δεν μπορούν, όμως, να διερευνηθούν σε βάθος, ούτε να ερμηνευτούν. Αυτό θα συμβεί στο χώρο της ανάλυσης, την οποία η εποπτική διεργασία μπορεί να εμπλουτίσει και να τροφοδοτήσει, αλλά δεν αντικαθιστά.
Όσον αφορά στην εκπαιδευτική συνιστώσα της εμπειρίας αυτής, ο Π. Σακελλαρόπουλος (Σακελλαρόπουλος, 1999) μιλά για τη «θεωρητικοποίηση». Αναφέρεται, δηλαδή, στη σύνδεση του κλινικού υλικού με το σώμα της θεωρίας, προκειμένου να νοηματοδοτηθεί το κλινικό υλικό, έτσι όπως διαμορφώνεται στην συνεδρία, υπό το κράτος της μεταβίβασης/ αντιμεταβίβασης. Η εκπαιδευτική αυτή συνιστώσα μπορεί να λειτουργήσει «εφόσον δεν υπάρχει ένταση, για διάφορους λόγους, στην σχέση της δυάδας επόπτη-εποπτευόμενου». Στόχος των παραπάνω λειτουργιών «είναι να εμπνεύσει στο θεραπευτή ένα συναίσθημα ασφάλειας και να δημιουργήσει μια καθαρότητα εικόνας στα θεραπευτικά προβλήματα».
Ο Π. Σακελλαρόπουλος (1989) ορίζει σαφέστερα το στόχο αυτής της εκπαιδευτικής διεργασίας στο άρθρο του «Ψυχαναλυτική Ψυχοθεραπεία και Δημόσια Περίθαλψη», όταν τονίζει πως, ως συνέπεια της εποπτείας, «ο εποπτευόμενος νοιώθει να έχει μια συγκεκριμένη πορεία και ότι κατέχει τον άξονα της θεραπευτικής διεργασίας» στην αναλυτική του εργασία με τον ασθενή.
Υπάρχει, όμως, ένα ιδιαίτερο στοιχείο που συνδέει τις παραπάνω απόψεις και χαρακτηρίζει την κλινική και εποπτική εμπειρία στην οποία αναφέρομαι. Είναι αυτό που ο Ogden (2007), στο κείμενο του για τα εποπτικά σεμινάρια του Bion, αναφέρει ως «στυλ του αναλυτή/ επόπτη». Εισάγει μια έννοια που, καταρχήν τουλάχιστον, γεννά μια αίσθηση αμηχανίας, όταν αυτή διατυπώνεται σ' ένα ψυχαναλυτικό κείμενο από έναν κλινικό και διανοητή της ψυχανάλυσης. Αναφέρεται στην έννοια του «στυλ» δίπλα στην έννοια «τεχνική» του αναλυτή. Ο Ogden (2007) λέει χαρακτηριστικά: «Ο όρος αναλυτικό στυλ δεν είναι ένα σύνολο από κανόνες της πρακτικής και της τεχνικής, αλλά αντίθετα μια δημιουργία του ίδιου του αναλυτή. Δεν είναι, δηλαδή, μια ομάδα από κανόνες περί την αναλυτική τεχνική, αλλά μια ζωντανή διεργασία, η οποία έχει τις πηγές της στην προσωπικότητα και στην εμπειρία του αναλυτή».
Θα αναφερθώ σε κάποια από τα στοιχεία εκείνα που, σύμφωνα με την εμπειρία μου, ορίζουν το «στυλ» του συγκεκριμένου δασκάλου/ επόπτη, του Π. Σακελλαρόπουλου. Στοιχεία που κατέστησαν την εποπτική διαδικασία κάτι πάρα πάνω από έναν χώρο απόκτησης γνώσεων ψυχαναλυτικής θεωρίας και μαθημάτων τεχνικής. Υπήρξαν μαθήματα ψυχαναλυτικού ήθους και συνέστησαν μια ιδιαίτερη εκπαιδευτική εμπειρία.
Το πρώτο αφορά την ποιότητα της σχέσης επόπτη – εποπτευόμενου, η οποία αναπτύσσεται εντός του εποπτικού πλαισίου. Η σχέση αυτή παραπέμπει στην συνθήκη εκείνη που στην ψυχαναλυτική θεραπεία ονομάζουμε θεραπευτική συμμαχία. Μια συμμαχία τόσο απαραίτητη στην εποπτική σχέση, όσο και στην ψυχοθεραπευτική, προκειμένου να υλοποιηθεί η απαιτούμενη από τον εποπτευόμενο ψυχονοητική εργασία προς όφελος του ίδιου και του θεραπευόμενού του.
Εντός αυτού του περιβάλλοντος της θεραπευτικής συμμαχίας, υπάρχει και μια άλλη διακριτή λειτουργία του επόπτη που παραπέμπει στον Winnicott (1971), ο οποίος λέει ότι «τα υπεύθυνα–φροντίζοντα άτομα πρέπει να είναι διαθέσιμα όταν τα παιδιά (νέοι θεραπευτές στην περίπτωσή μας) παίζουν. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι τα άτομα αυτά χρειάζεται να εισέρχονται συνεχώς στο παιγνίδι των παιδιών». Μεταφέροντας τη σκέψη του Winnicott σε θέματα εποπτείας, o Aronson (2000) λέει ότι «αν όλα πάνε καλά στην εποπτική διαδικασία, ο εποπτευόμενος θα αναπτύξει την ικανότητα να είναι μόνος με το θεραπευόμενο του. Αυτό σημαίνει ότι νοιώθει σίγουρος και ασφαλής με τις γνώσεις και τις δεξιότητες του, ξέροντας ταυτόχρονα πως, αν το χρειαστεί, μπορεί να απευθυνθεί στον επόπτη, είτε ως πραγματικό πρόσωπο είτε ως εσωτερικευμένη ζωντανή και δημιουργική διαδικασία». Στο πλαίσιο μιας τέτοιας λειτουργίας, η συμβολή του επόπτη Π. Σακελλαρόπουλου, στην διαδικασία ανάδυσης και εδραίωσης του προσωπικού αυθεντικού στυλ του εποπτευόμενου, λειτουργεί καθοριστικά. Φορέας ενός αυθεντικού στυλ ο ίδιος, επιτρέπει και ενισχύει, ταυτόχρονα, την ανάδυση και εδραίωση του προσωπικού στυλ του εκπαιδευόμενου. Στον άξονα αυτό, η λειτουργία του διατυπώνεται και θεωρητικά από τον ίδιο ως εξής: «η διαίσθηση, η φαντασία, η εκπαίδευση του θεραπευτή, η προηγούμενή του πείρα και τελικά ο δικός του προσωπικός χαρακτήρας θα ρυθμίσουν τον τρόπο που αυτός θα χρησιμοποιήσει τις ερμηνείες και τις άλλες κατευθύνσεις της εποπτείας» (Π. Σακελλαρόπουλος, 1972).
Ένα άλλο διακριτό στοιχείο στο στυλ του επόπτη Π. Σακελλαρόπουλου, αποτελεί ο λόγος του. Αναφέρομαι τόσο στη φόρμα όσο και στο περιεχόμενό του. Λόγος απλός, σαφής και ταυτόχρονα «ανοιχτός» στην υπηρεσία της θεραπευτικής, αλλά και της εποπτικής διεργασίας. Λόγος που απευθυνόμενος στον ασθενή δεν δηλώνει ποτέ άμεσα τη σχέση του με το πλούσιο θεωρητικό οικοδόμημα στο οποίο εδράζει. Σχόλια και ερμηνείες που «δεν ανακοινώνουν/ φωνασκούν την ταυτότητα τους ως ερμηνείες», αλλά που στοχεύουν στην εγκατάσταση ενός αυθεντικού κλινικού και εποπτικού δια-λόγου. Την άποψη αυτή την διατυπώνει ο ίδιος ως εξής: «η χρησιμοποίηση τεχνικής ορολογίας στις ερμηνείες δεν είναι μόνο άσκοπη, αλλά και επιζήμια, διότι έτσι καλλιεργείται μια από τις σοβαρότερες αντιστάσεις του αρρώστου, η διανοητικοποίση» (Π. Σακελλαρόπουλος, 1972).
«Η ικανότητα του αναλυτή/ επόπτη, λοιπόν, να μιλά ανθρώπινα, μέσα από την μοναδικότητα της ατομικής του προσωπικότητας», βρίσκεται στο κέντρο και ορίζει αυτό που ο Ogden (2007) ονομάζει ως το «στυλ» του αναλυτή/ επόπτη. «Έννοια αντίθετη του ναρκισσισμού ή της μόδας», όπως προσθέτει με σαφήνεια ο ίδιος.
Ο επόπτης ως ο σημαντικός και «οργανωτικός τρίτος» στο πεδίο της αναλυτικής θεραπείας των ψυχώσεων.
Για την ανάδειξη της εποπτικής αυτής λειτουργίας και την αποτύπωση μιας εμπειρίας αυτού του τύπου, θα αναφερθώ σε μια ιδιαίτερη κλινική και εποπτική μου εμπειρία. Θα αναφερθώ σε ένα περιστατικό ηβηφρένειας και στην αναλυτική εργασία μαζί της μετά την πρώτη σχιζοφρενική κρίση.
Η εμπειρία μου αυτή, λοιπόν, αφορά σε μια 17χρονη έφηβη, την οποία θα ονομάζω Αγγελική, εμπνευσμένη από το σχόλιο του επόπτη όταν για πρώτη φορά μου ανέφερε το περιστατικό. «Είναι σαν άγγελος», μου είπε αναφερόμενος στην εξωτερική της εμφάνιση. Άγγελοι, υπάρξεις απαλλαγμένες από τα βάσανα του έμφυλου σώματος και της σεξουαλικότητας, σκέφτηκα εκ των υστέρων.
Οι αναφορές μου, στη συνέχεια, θα ακολουθήσουν τον οριζόντιο άξονα του χρόνου, σε τρεις περιόδους (αρχική φάση της θεραπείας, -μεσαία φάση, περίπου 4 χρόνια μετά- και εξέλιξη της θεραπείας, κλείσιμο της αναλυτικής εργασίας), σε συνάρτηση με τον κάθετο άξονα της πορείας που διανύσαμε με την ασθενή, έτσι όπως βιώθηκε στην μεταβίβαση, αποτυπώνοντας ταυτόχρονα την εξέλιξη των ψυχικών κινήσεών της. Να σημειώσω εδώ ότι η εποπτεία τα τέσσερα πρώτα χρόνια της θεραπείας πραγματοποιούταν σε εβδομαδιαία βάση, ενώ στην συνέχεια ήταν περιοδική, όταν κρινόταν αναγκαίο.
Αρχική φάση της θεραπείας
Κατά την διάρκεια της πρώτης οξείας σχιζοφρενικής κρίσης, η Αγγελική πλαισιώνεται από την ομάδα περίθαλψης στο σπίτι (Ψ.Π.Σ.Α.). Κατά την έξοδο της, αρκετά σύντομα, από την κρίση αυτή, αναλαμβάνω να εργαστώ μαζί της ψυχαναλυτικά, με 3 συνεδρίες την εβδομάδα.
Αναφερόμενος στην κλινική πράξη για ασθενείς εκτός του χώρου της νεύρωσης και της οριακότητας, ο Π. Σακελλαρόπουλος (1972) λέει: «Για να μπορέσει η ψυχαναλυτική θεραπεία ψυχωσικών-σχιζοφρενών ασθενών να δώσει το αποτέλεσμα που επιδιώκει η ψυχανάλυση, πρέπει οι αλλαγές τεχνικής που υποχρεωτικά θα γίνουν, να μη μειώσουν τις πιθανότητες επιτυχίας της αναλυτικής εργασίας στο μέλλον».
Σε άλλο σημείο, ο Π. Σακελλαρόπουλος (1972) αναφέρει: «Η αλλαγή στάσεως κατά τις περιόδους εξάρσεως του άγχους και του παραληρήματος, πρέπει να επιτρέπει την επιστροφή, κατά τις περιόδους υφέσεως, σε πλαίσια τυπικά ψυχαναλυτικά». Με δεδομένες τις παραπάνω απόψεις και τις αναγκαίες τροποποιήσεις στην τεχνική που αυτές συνεπάγονται, η κατανόηση των ασυνείδητων ενορμητικών κινήσεων της Αγγελικής, έτσι όπως αποτυπώνονται στο επίπεδο της μεταβίβασης, και η παρακολούθηση της αντιμεταβίβασης, παρέμειναν οι δύο ράγες επί των οποίων κινήθηκε το όχημα της θεραπευτικής εργασίας και της εποπτείας, στο μακρύ θεραπευτικό ταξίδι που ακολουθεί.
Ξεκινώντας θεραπεία, η Αγγελική βρίσκεται υπό τον απόηχο αγχών αφανισμού εαυτού, αντικειμένων και του περιβάλλοντος κόσμου. Το φράγμα μεταξύ εσωτερικού-εξωτερικού κόσμου είναι λεπτή και διάτρητη μεμβράνη, και δεν την προστατεύει. Η σκέψη, ο λόγος, οι ενδοψυχικές συνδέσεις και οι συνδέσεις με τα αντικείμενα είναι θρυμματισμένες.
Στο πρώτο αυτό στάδιο, η λειτουργία μου ως θεραπεύτρια μέσα στον χώρο της ψύχωσης απαιτούσε τη λειτουργία του επόπτη, προκειμένου να εγγυηθεί τη δημιουργία και τη διατήρηση ενός πεδίου σκέψης, νοήματος και διεργασίας. Αυτό σήμαινε να παραμένω εγώ ζωντανή στο νου και στη σκέψη μου, την ώρα που η Αγγελική έβγαινε από την εμπειρία της ψυχονοητικής της κατάρρευσης, τρομοκρατημένη και ακινητοποιημένη. Σήμαινε την παρακολούθηση της αντιμεταβίβασης μου και τη νοηματοδότηση των όποιων ψυχικών κινήσεων και ακινητοποιήσεων της Αγγελικής.
Πολύ σύντομα, τα χαοτικά, «κοσμο-καταστροφικά» άγχη, που μόλις είχε βιώσει, άρχισαν να μορφοποιούνται και να αντικαθίστανται με άγχη διωκτικά-απειλητικά, που συνδέονται με το αντικείμενο-θεραπεύτρια. Εισερχόμαστε έτσι σε μια μακρά πρώτη περίοδο, κατά την οποία ο ελάχιστος θόρυβος, κίνηση ή λέξη της θεραπεύτριας κινητοποιεί στην Αγγελική τρόμο και αποδιοργάνωση. Το ίδιο συμβαίνει και με τους ήχους στο χώρο. Φαίνεται πως νοιώθει να «εισβάλουν» απέξω και να την/μας απειλούν με καταστροφή.
Η εμπειρία αυτή αποτυπώνεται στα «Τετράδια Εποπτείας», αφήνοντας κενή τη μια σελίδα μετά την άλλη. Το καταγεγραμμένο λεκτικό υλικό ήταν 4-5 προτάσεις, διασπασμένες και ασύνδετες. Αποτελούν, όμως, την πρώτη προσφυγή της ασθενούς στο λόγο, προκειμένου να επικοινωνήσει μαζί μου τους φόβους και τις απειλές που βιώνει.
Με τρόμο στο βλέμμα, μου απευθύνει ερωτήματα του τύπου : «Τώρα γιατί αλλάξατε πόδι...;». «Τι είναι αυτός ο θόρυβος;». «Εσείς το νοιώσατε αυτό;». Συχνά, και μόνο η εξωλεκτική μου καθησύχαση της αρκεί για να νοιώσει ήρεμη.
Στην εποπτεία, παρακολουθούμε τις μικρές αυτές μετακινήσεις των ψυχωσικών αγχών από τον εξωτερικό χαώδη και καταστροφικό/ κατεστραμμένο κόσμο που την απειλούσε, στο εσωτερικό του δωματίου και στο πρόσωπο της θεραπεύτριας. Οι κινήσεις αυτές αποτυπώνουν την κινητικότητα του ψυχισμού της Αγγελικής και την προσφυγή της στο αντικείμενο με την μορφή όμως μιας υπερεπένδυσης, ενός μορφοειδώλου. Αυτή η υπερεπένδυση ή αλλιώς η μαζική ψυχωσική μεταβίβαση, επειδή συνίσταται από αρχαϊκές προβολές καταστροφικής ή σωτήριας παντοδυναμίας, καθιστά αυτό το αντικείμενο ταυτόχρονα απειλητικό.
Οι σιωπές, ανάμεσα στις μικρές διασπασμένες προτάσεις της περιόδου αυτής, είναι εκτεταμένες, ενώ η παρακολούθηση των κινήσεων του αντικειμένου-θεραπεύτριας είναι συνεχής. Όμως, ένα πρώτο κείμενο νοήματος αρχίζει να συστήνεται στο «Τετράδιο Εποπτείας».
Σχόλια του επόπτη
Αναφερόμενος στις συχνές και δύσκολες σιωπές της περιόδου αυτής, ο επόπτης με καλεί να σκεφτούμε τα αρχαϊκά άγχη που διακινεί στην ασθενή η συνάντηση και η εγγύτητα με το παντοδύναμο αρχαϊκό αντικείμενο. Μιλάμε για την ταυτόχρονη επιθυμία ένωσης με το αντικείμενο αυτό. Εντός των σιωπών η Αγγελική φαίνεται να βιώνει κάτι που συνδέεται με την επιθυμία αυτή. Στα πλαίσια ενός αρχαϊκού μορφοειδώλου λοιπόν, που ως τέτοιο διακινεί ακραίους φόβους και επιθυμίες, η οποιαδήποτε ελάχιστη κίνησή μου της διακινεί απειλή και τρόμο.
Ενώ στην εποπτεία μιλάμε για τα θέματα αυτά, σταδιακά η ποιότητα των σιωπών στις συνεδρίες αλλάζει. Η λειτουργία του πλαισίου και η σταθερότητα του αντικειμένου συμβάλλoυν ώστε η αναπαράσταση του εαυτού /αντικειμένου να παρουσιάσει μια μικρή τροποποίηση. Το κλίμα στις συνεδρίες τροποποιείται, το ίδιο και το λεκτικό υλικό.
Κάποια στιγμή την περίοδο αυτή, η Αγγελική μου απευθύνει το ερώτημα: «Εσείς έχετε βοηθήσει άλλον σαν και μένα;» Είναι μια στιγμή που η ίδια αντιλαμβάνεται τον εαυτό της ως πάσχοντα. Παράλληλα, το αντικείμενο αναγνωρίζεται, καταρχήν, ως εν δυνάμει βοηθητικό, ούτε καταστροφικό ούτε σωτήριο, ενώ λίγο μετά αρχίζουν οι πρώτες οργισμένες επιθέσεις εναντίον του. «Δεν κάνετε τίποτα για να με βοηθήσετε. Τι κάνετε για να με βοηθήσετε;»
Εντούτοις, οι επιθέσεις αυτές δηλώνουν πως για την Αγγελική το αντικείμενο υπάρχει ξανά και μπορεί, έστω και οργισμένα, να του απευθυνθεί, με την ελπίδα πως αυτό έχει την δυνατότητα να τη βοηθήσει.
Στο χώρο της εποπτείας, εκτός από την κατασκευή υποθέσεων, την προσεκτική ακρόαση του λόγου της Αγγελικής και τη νοηματοδότησή του, βιώνω την εμπειρία του «περιέχοντος» και παράλληλα την εμπειρία της διεργασίας των δικών μου αντιμεταβιβαστικών θεμάτων. Θεμάτων που συνδέονταν και διακινούνταν από: α) το νεαρό της ηλικίας της Αγγελικής και μια αίσθηση ότι όλες οι εκδοχές για το ψυχονοητικό της μέλλον είναι πιθανές, β) την επένδυση του δασκάλου/επόπτη και της ομάδας στο περιστατικό, γ) τα ερωτήματά μου γύρω από την επάρκεια/ανεπάρκεια μου να ανταποκριθώ στις απαιτήσεις μιας τέτοιας εργασίας (αναλυτική ψυχοθεραπεία ψυχωσικού ασθενή).
Τα ψυχικά υλικά που απελευθέρωσε η ψυχωσική κρίση είναι τεράστια Μερικές φορές με εξουθενώνουν, άλλοτε με παραλύουν. Ο επόπτης σταθερά επικεντρώνει τις σκέψεις και παρεμβάσεις του στο χώρο της αντιμεταβίβασης. Στο τι σημαίνει να δέχομαι τις προβολές και να καθίσταμαι ένα παντοδύναμο, άλλοτε καταστροφικό και άλλοτε σωτήριο, αντικείμενο για την Αγγελική. Στο τι σημαίνει να βιώνω τη συνεχή και έντονη στοματικότητα των αναγκών της. Στο τι σημαίνει ότι ο επόπτης, δάσκαλός μου για χρόνια, μου πρότεινε να εργαστώ με το περιστατικό αυτό.
Η Αγγελική εξέρχεται από την κρίση και σταδιακά εγκαθίσταται εκτός της ψυχονοητικής αποδιοργάνωσης. Επιχειρεί να αναφερθεί, έστω και διασπασμένα, στην παιδική της ηλικία. «Να σας πω για τα παιδικά μου χρόνια», κατά την διατύπωση της. Επιχειρεί να απευθυνθεί στο αντικείμενο, όχι απελπισμένα και οργισμένα για να τη σώσει, αλλά για να του μιλήσει. Σαν να αντιλαμβάνεται πως, εκτός από την βιωθείσα καταστροφή στον «ενεστώτα χρόνο», υπάρχει και το παρελθόν, η ιστορία της. Θεωρώ πως η Αγγελική ασυνείδητα υπαινίσσεται μια σύνδεσή τους. Το σημαντικότερο όλων, όμως, αυτή τη στιγμή, είναι πως οι νοητικές διεργασίες και η επένδυσή τους ξανακινητοποιούνται. Ο λόγος, η ιστορία και η αναζήτηση κάποιου νοήματος αρχίζουν να αναδύονται. Το αντικείμενο είναι εκεί για να του απευθυνθεί. Είναι μια στιγμή εξαιρετικά σημαντική για την Αγγελική, για τη θεραπεύτρια και για τη λειτουργία του επόπτη.
Η Αγγελική φαίνεται να καθίσταται σταδιακά ικανή να προσφύγει σε αυτό που είχε υπάρξει το τελευταίο αμυντικό της ανάχωμα πριν την κατάρρευσή της. Στο μηχανισμό της διανοητικοποίησης. Αποτελεί μεγάλο πειρασμό για μένα να συμμαχήσω με αυτήν την αμυντική κίνησή της. Να εισέλθουμε, δηλαδή, πρόωρα και για αντιμεταβιβαστικούς λόγους, σε μια «ψευδονευρωσική» διεργασία κατασκευών ιστορίας και νοήματος. Ο επόπτης με κρατάει σε σύνδεση με τις πολύ πρώιμες ανάγκες της Αγγελικής. Ενισχύει τη σημασία του να παραμείνω ένα «φερέγγυο» και «περιέχον» αντικείμενο. Η εμπειρία από τη λειτουργία ενός τέτοιου αντικειμένου, είναι την ώρα τούτη απαραίτητη για την ενίσχυση του Εγώ της Αγγελικής, ώστε να καταλαγιάσουν περαιτέρω οι εσωτερικοί φόβοι και οι τρόμοι της. Θα μπορέσει, έτσι, σ' ένα πρώτο επίπεδο να επανεγκαταστήσει τη σύνδεση με την εξωτερική πραγματικότητα και με τα προ της κρίσης αντικείμενα των επενδύσεών της (σχολείο, ξένες γλώσσες, προετοιμασία για τις πανελλαδικές εξετάσεις ). «Αργότερα θα μπορούμε να τα δούμε όλα αυτά» και «να σκεφτούμε πάνω σ' αυτά», συμφωνούμε με τον επόπτη να είναι η απάντηση μου σε αντίστοιχα αιτήματα της .
Οι σκέψεις του επόπτη με οδηγούν να ακούσω το αίτημα της Αγγελικής στις πολλαπλές του συνδηλώσεις. Να το ακούσω ως αμυντική κίνηση-χειρολαβή, από την οποία επιχειρεί να κρατηθεί εκτός του ανιστορικού χώρου της ψύχωσης, και παράλληλα ως κίνηση επανασύνδεσης, τόσο με τα αντικείμενα της παιδικής ηλικίας όσο και με το μεταβιβαστικό αντικείμενο. Τέλος, ακούω την επιθυμία της να είμαι μαζί της για τη διήγηση, την ακρόαση και τη νοηματοδότηση της ιστορίας, και της εμπειρίας της στο μέλλον. Άλλωστε «η κατανόηση της ενδοψυχικής σύγκρουσης και των ασυνείδητων μηχανισμών και αιτίων, τα οποία οδήγησαν στην κρίση, αποτελεί βασική προυπόθεση της ψυχαναλυτικής προσπέλασης ενός αρρώστου», λέει ο Π. Σακελλαρόπουλος αναφερόμενος στον ψυχωσικό ασθενή.
Ο επόπτης κατασκευάζει και μου προσφέρει μια πρώτη ερμηνευτική υπόθεση και τοποθετεί εντός ενός «πλαισίου –νοήματος» την κατάρρευση της Αγγελικής. Μια κατασκευή που στηρίζεται στη διήγηση και στις πληροφορίες που του δίδουν οι γονείς στις δικές τους συναντήσεις. «Φαίνεται- μου λέει- πως η κατάρρευση της Αγγελικής προήλθε από έντονα οιδιπόδεια άγχη, τα οποία δεν μπόρεσε να διεργαστεί. Η χωρίς όρια εγγύτητα με τον πατέρα, που κοιμήθηκε μαζί της για να την ηρεμήσει τη νύχτα πριν την κρίση, πυροδότησε την τελική ψυχωσική της κατάρρευση». Την τοποθετεί στο χώρο μιας παθολογίας που συνορεύει άμεσα με τη μη επίλυση του οιδιπόδειου και συνδέεται με τον απειλητικό χαρακτήρα της ανάδυσης του έμφυλου/γενετήσιου σώματος, ενός σώματος γυναίκας που διαδέχεται το παιδικό σώμα. Οι απόψεις αυτές έχουν υποστηριχθεί, μεταξύ άλλων, και από τους Layfer and Layfer (1989), οι οποίοι μιλούν για τον απειλητικό χαρακτήρα του γενετήσιου σώματος στην εφηβεία και για τη σχέση αυτού με την ψυχωσική κατάρρευση. Την εμπειρία αυτή, καιρό αργότερα, η Αγγελική θα την περιγράψει ως εξής: «Ήμουν πολύ αναστατωμένη, κοιμήθηκα με τον μπαμπά. Το πρωί που αρρώστησα, νόμιζα ότι ήμουν έγκυος με τον μπαμπά μου». Σχολιάζω, μόνο, πόσο τρομακτικά και μπερδεμένα είναι όλα αυτά που βίωσε τον τελευταίο καιρό και πόσο την αναστατώνουν...Της λέω: «Όμως, τώρα είμαστε εδώ μαζί και σιγά-σιγά θα προσπαθήσουμε να νιώσεις πιο ήρεμη και ασφαλής».
Η Αγγελική, σταδιακά, καταλαγιάζει περισσότερο. Στην εξωτερική της ζωή, αρχίζει να επανεγκαθιστά τις λειτουργίες της (σχολείο, φροντιστήριο, διάβασμα), έστω και υπό το κράτος αγχών. Το γεγονός αυτό αποτελεί δείκτη ενός εσωτερικού περιβάλλοντος που, σε κάποιο βαθμό, της επιτρέπει ξανά τις επενδύσεις αυτές
Στο χώρο της θεραπείας, επιχειρεί ξανά να διηγηθεί την ιστορία της. Οι λέξεις που ακούγονται είναι «εφηβεία» και «περίοδος». Συνδέει ασυνείδητα την κατάρρευσή της με την είσοδο της στην εφηβεία και στα θέματα με τα οποία την έθεσε αντιμέτωπη, λέγοντας: «Μία κυρία Dolto, εσείς την ξέρετε; Αυτή η κυρία έχει γράψει 3 βιβλία· ένα για τα μωρά, ένα για τα παιδιά και ένα για τους εφήβους. Εγώ διάβασα τα 2 πρώτα, μου άρεσαν, αλλά δεν έπρεπε να διαβάσω το τρίτο, αυτό για τους εφήβους...Με αναστάτωσε πάρα πολύ. Αρρώστησα...δεν έπρεπε να το διαβάσω». Πολύ εκ των υστέρων θα διαπιστώσουμε, βέβαια, τα ελλείμματα και στα δύο πρώτα βιβλία-στάδια της ζωής της.
Από τις πρώτες αφηγήσεις της, αναφέρεται στο γεγονός της εισόδου της στην έμμηνο ρήση, σωματική αποτύπωση του έμφυλου σεξουαλικού σώματος. Περιγράφει τη διέγερση και το έντονο άγχος της: «Να αγοράσω σερβιέτες, αλλά να μην το καταλάβει ο μπαμπάς. ...Δεν ήθελα δεν έπρεπε να το καταλάβει ο μπαμπάς». Περιγράφει την οργάνωση που έκανε, σε συνεργασία με την μητέρα, για να αγοραστούν οι σερβιέτες· άλλοτε χωρίς να το ξέρει ο πατέρας και άλλοτε στέλνοντας τον να τις αγοράσει, αλλά «να τις αφήσει στο τραπέζι»... Η ταραχή από τη λειτουργία του έμφυλου σώματος, σε συνδυασμό με τη σύνδεση της λειτουργίας αυτής με τον πατέρα, σύνδεση η οποία ασυνείδητα τροφοδοτείται από τη λειτουργία της μητέρας, δρα καταλυτικά και τελικά βιώνεται αποδιοργανωτικά. Ο επόπτης διατυπώνει και νοηματοδοτεί το α-διέξοδο και την α-διανόητη για τον ψυχισμό θέση, που φαίνεται να βίωνε η Αγγελική, λέγοντας: «Απαγορεύεται να αντισταθεί στον πατέρα, απαγορεύεται να μην αντισταθεί στον πατέρα». Και: «Είναι κακό να μην έχω περίοδο, είναι κακό (επικίνδυνο) να έχω περίοδο».
Την ίδια εποχή ο πατέρας, αναφέρει η Αγγελική, της είπε: «Τώρα πια δεν μπορώ να σας καθίζω στα πόδια μου, να σας φιλώ, μεγαλώσατε». Η πρόταση του πατέρα, που είναι αποτύπωση των δικών του αιμομικτικών φόβων σε συνδυασμό με την ελλειματική λειτουργία της μητέρας, φαίνεται να επικυρώνει για την Αγγελική τους αιμομικτικούς της φόβους. Σαν, δηλαδή, το να γνωρίζει ο πατέρας ότι φέρει ένα έμφυλο γυναικείο σώμα, σε συνδυασμό με την όποια σωματική εγγύτητά τους, μπορεί επί του πραγματικού να καταλύσει τα όρια και την τάξη που ορίζουν οι δεσμοί και η αιμομικτική απαγόρευση μέσα στην οικογένεια. Η σχέση του Εγώ με το σώμα – σώμα το οποίο στο εξής θα πρέπει να αναγνωριστεί ως έμφυλο – είναι το υπόδειγμα της σχέσης ανάμεσα στο Εγώ και στην πραγματικότητα. Η σχέση αυτή, Εγώ-πραγματικότητας, κατέρρευσε για την Αγγελική. Η απειλή που διακινεί το οιδιποδειακό αντικείμενο, για ένα τόσο αδύναμο Εγώ, είναι διαλυτική.
Επανέρχεται στην πρόταση αυτή του πατέρα ξανά και ξανά, μπαίνοντας σχεδόν σε σύγχυση. Το υλικό αυτό έρχεται να επικυρώσει τις πρώτες ερμηνευτικές κατασκευές. Ο επόπτης λέει: «Η διαδικασία ταύτισης με τους γεννήτορες, στην εφηβεία, κάποιες φορές είναι τόσο αγχογόνα που μπορεί να προκαλέσει διάλυση. Αυτή η ισότητα με τους γονείς, προς την οποία οδεύει ο έφηβος, μπορεί να προκαλέσει την διάλυση». Η διαδικασία των ταυτίσεων προκαλεί εξ ορισμού κλυδωνισμούς στην εφηβεία. Για την Αγγελική, όμως, η ελλειμματική λειτουργία της μητέρας καθιστά αυτή την διαδικασία τραυματική και τελικά αδύνατη. Η Αγγελική η ίδια, μέσω της Dolto, μας έχει ήδη μιλήσει για την αδυναμία της να συντάξει και να βιώσει το δικό της κείμενο για την εφηβεία. Αδυναμία τόσο δομική, που την οδήγησε τελικά σε μια άταχτη και χαώδη κατακρήμνιση στα κενά των προηγούμενων σταδίων ανάπτυξής της.
Εκτός από τη σύσταση μιας πρώτης νοηματοδότησης σχετικά με την ψυχονοητική κατάρρευσή της, η Αγγελική μας επιτρέπει να παρακολουθούμε, στο επίπεδο της μεταβίβασης, τις ψυχικές της κινήσεις. Κινήσεις προς το μεταβιβαστικό αντικείμενο που ταυτόχρονα αποτυπώνουν τις ενορμητικές "πλημμυρίδες" εντός των οποίων για την ώρα κατοικεί. Ενορμητικά και φαντασιακά φορτία, αδιαμεσολάβητα -στοιχεία Α- την κατακλύζουν, την τρομοκρατούν και την έχουν αποδιοργανώσει. Σύντομα θα αρχίσουν να αποτυπώνονται ποιο ξεκάθαρα τα δομικά ελλείμματα, εξαιτίας των οποίων ο ψυχισμός της δεν άντεξε τους κλυδωνισμούς από την είσοδο της στην εφηβεία. Ελλείμματα ως προς την οριοθέτηση εαυτού και αντικειμένου, του μέσα και του έξω και, συνεπώς, φαντασίωσης και αντίληψης της πραγματικότητας κ.τ.λ. Ελλείμματα που μας παραπέμπουν στις λειτουργίες του πρώιμου μητρικού αντικείμενου. Στο αντικείμενο-μητέρα, την οποία σταδιακά η Αγγελική θα αρχίσει να περιγράφει επί του πραγματικού απούσα, επί του ψυχικού αποσυρμένη και αδύναμη. Κυρίαρχη σύνδεση της μητέρας παραμένει η δική της μητέρα, γιαγιά της Αγγελικής. Ο πατέρας περιγράφεται πιο ζωντανός, αλλά απών. Τα πρώτα χρόνια μετά την γέννηση της εργάζεται σε άλλη επαρχία. Όταν αργότερα επιστρέφει και όσο η Αγγελική μεγαλώνει, βιώνεται διεγερτικός και «φοβιστικός». Συχνή αναφορά γίνεται σε μια ιδιαίτερα φορτισμένη σύνδεση του πατέρα με την αδελφή της μητέρας. Η θεία αυτή έχει αναπτύξει έναν έντονο σύνδεσμο μητρικού/ναρκισσιστικού τύπου με την Αγγελική, ενώ η σχέση της θείας με τον πατέρα είναι για χρόνια φορτισμένη. Είναι σαφές, από την ποιότητα του λόγου της, ότι όλα αυτά παράγουν συγχύσεις / μπερδέματα στην τάξη των γενεών και των φύλων, των συνδέσεων και δεσμών μέσα στην οικογένεια και συνεπώς και της δικής της θέσης και εγγραφής σ' αυτά Μια περαιτέρω επικύρωση των ελλειμμάτων και δυσλειτουργιών στη γονεϊκή λειτουργία -τόσο σε επίπεδο οικογενειακού συστήματος όσο και σε επίπεδο ασυνειδήτων- αποτελεί, θεωρώ, το γεγονός ότι και η μικρότερη αδελφή της Αγγελικής παρουσιάζει σοβαρά και χρόνια ψυχολογικά προβλήματα (τριχοτυλομανία, δερματικά κλπ.).
Μεσαία φάση της θεραπείας
Οι συνεδρίες συνεχίζονται, ενώ ο Π. Σακελλαρόπουλος συνεχίζει τις περιοδικές συνεδρίες με όλη την οικογένεια. Μετά από μια τέτοια συνάντηση η Αγγελική λέει: «Είπα στον Σακέλ ότι τα έχω πει όλα εδώ, δεν έχω τι άλλο να πούμε και αυτός μου είπε, βεβαίως και έχεις για τα ερωτικά σου, για το σχολείο...». Ο επόπτης μπροστά στο γονεϊκό ζεύγος, επανα-εισάγει το θέμα της σεξουαλικότητας της κόρης. Το αναγνωρίζει, το ονομάζει, αλλά την παραπέμπει να μιλήσει γι' αυτό εκτός της οικογένειας. Στο χώρο της θεραπείας της. Την επομένη η Αγγελική αρχίζει τη συνεδρία λέγοντας: «Σήμερα θα σας πω για όταν ήμουνα στο Αγρίνιο με τον πατέρα μου». Να σημειώσουμε ότι η μητέρα μένει για μεγάλα χρονικά διαστήματα στην Αθήνα, όπου διδάσκει, είναι καθηγήτρια.
Ξεκινά να μιλήσει για τον πατέρα. Η σύγχυση και η αμφιθυμία αποδιοργανώνουν τον λόγο της: «.....Ήθελα να του πω ...μετά είπα όχι... θα του πω ότι... αυτός λοιπόν... θα σας πω τι γινόταν όταν ήμουν πιο μικρή...». Της λέω πως νομίζω ότι καταλαβαίνω, πως είναι ένα θέμα που την αναστατώνει τόσο πολύ, που μπερδεύεται η σκέψη της, και ότι της είναι πολύ δύσκολο να μιλήσει γι' αυτά. Λέει: «Ναι, αλλά θέλω να σας πω αυτά που έχω σκεφτεί, θα προσπαθήσω». Με εντυπωσιάζει η σταθερότητα του λόγου που μου απευθύνει. Η επιθυμία της να βρει έναν τρόπο να μιλήσει γι' αυτά με συγκινεί. Σιωπά για λίγο και λέει: «Λοιπόν...όταν ήμουνα σπίτι μόνη μου με τον μπαμπά μου ένοιωθα πολύ αναστατωμένη..., φοβόμουν πολύ..., φοβόμουν πως θα μου κάνει παρατήρηση για το πώς κάθομαι... πώς διαβάζω... Αν ήμασταν στο ίδιο δωμάτιο, δεν μπορούσα καθόλου..., ένιωθα εδώ (δείχνει την καρδιά της) ταραγμένη, τεντωμένη, φοβισμένη πολύ... Μερικές φορές έφευγα..., πήγαινα στο δωμάτιο μου.., έκλεινα την πόρτα.. Ήταν λίγο καλλίτερα, αλλά όχι τελείως..., φοβόμουν... Αν ήταν και κάποιος άλλος στο σπίτι ένοιωθα καλύτερα...». Η διέγερση του εκεί και τότε ακούγεται στο εδώ και τώρα της διήγησής της, είναι όμως σαφές ότι αυτό δεν αφορά στο χώρο της μεταβίβασης. Βρισκόμαστε "ψυχικούς αιώνες" μακριά και οφείλω να παραμείνω για καιρό μακριά από οποιαδήποτε ερμηνεία της μεταβίβασης και της ενορμητικής της ζωής. Θέση που αυτονόητα μοιραζόμαστε με τον επόπτη.
Στη συνέχεια, περνά σε αναφορές σχετικά με το ότι ο πατέρας τις έδερνε ... «Αλλά εμένα πιο πολύ... Δεν αντιστεκόμουν καθόλου, αυτό τον θύμωνε πιο πολύ... Η Βάλια αντιστεκόταν...., έτσι εμένα χτύπαγε πιο πολύ....».
Ακούγοντας και το δεύτερο αυτό κομμάτι της συνεδρίας, σκέφτομαι πως, εκτός από την Dolto, η Αγγελική σαν να έχει διαβάσει, και μάλιστα αρκετές φορές, το άρθρο του Freud "Χτυπούν ένα παιδί". Στην εποπτεία, αργότερα, προτείνεται να ονομασθεί ξανά η αμφιθυμία προς τον πατέρα και το αδιέξοδο που βιώνει, με προτάσεις του τύπου: «Απαγορευόταν να μην αντισταθείς στον πατέρα, απαγορευόταν να του αντισταθείς». «Ήθελες να είσαι κοντά με τον πατέρα και δεν ήθελες να είσαι κοντά του».
Την πρώτη φορά που της προσφέρω την κατανόηση αυτή, η Αγγελική με κοιτάει και δεν μιλά. Θεωρώ πως είναι η πρώτη φορά που ακούει το νόημα των λόγων μου και όχι απλώς τον ήχο της φωνής μου, που μέχρι τώρα την καταλάγιαζε.
Σταδιακά η ποιότητα των συνεδριών αλλάζει ξανά. Ο ψυχισμός της Αγγελικής παρουσιάζει μεγάλη κινητικότητα, μετά την έξοδο από την κρίση.
Συνεδρία-αναφορά
Έρχεται και παραμένει για ώρα σιωπηλή.
Θ. : Αναρωτιέμαι αν σκέφτεσαι κάτι ..ή αν θες να μου πεις κάτι, από αυτά που ίσως σκέφτεσαι.
Α. : Δεν σκέφτομαι τίποτα ...., εσείς να μου πείτε...(εσείς να σκεφτείτε)
Θ. : Να μιλήσω δηλαδή εγώ για σένα, σαν να μπορούσα να είμαι μες στο μυαλό σου.
Α. : Να μου πείτε εσείς τι νομίζετε, αυτό λέω.
Θ. : Νομίζω πως σήμερα μου ζητάς να είμαι όπως ήμουν μαζί σου παλαιότερα. Τον καιρό που ένιωθες πάρα πολύ αναστατωμένη, τότε που σου μίλαγα περισσότερο ή προσπαθούσα να φανταστώ το πώς πιθανόν νιώθεις και να σου μιλήσω γι' αυτά. Τώρα που σου ζητώ να μου πεις τις δικές σου τις σκέψεις νομίζω πως θυμώνεις αρκετά μαζί μου.
Α. : Ε!...ναι...με βοηθάει να με ρωτάτε. (Σιωπή τεράστια)
Μετά από λίγο:
Α. : Πείτε μου, εγώ μπορώ να διαβάσω ψυχανάλυση; Να διαβάσω εγώ Freud; Εσείς ξέρετε τι είναι το μπαστούνι, η ομπρέλα;
Θ. : Το μπαστούνι, η ομπρέλα;
Α. : Ναι, τι συμβολίζουν. Ο Freud έλεγε ότι αυτά είναι κάποια σύμβολα για όλους τους ανθρώπους. Υπάρχουν κάποια σύμβολα που είναι κοινά για όλους. Εσείς τα ξέρετε; Τι λέει ο Freud;
Θ. :Αυτό που είναι σημαντικό για μας εδώ, είναι τι λες εσύ σε μένα. Να καταλάβω τα δικά σου τα λόγια, τις δικές σου τις σκέψεις. Ο Freud είναι στα βιβλία, τα βιβλία είναι εκεί κλειστά ....
Α. : Πείτε μου όμως, εγώ κάνει να διαβάσω Freud; Απαντήστε μου. (Θυμωμένη). Γιατί δεν μου απαντάτε.. Αφού παλιά μου λέγατε...
Στην φάση αυτή έχει αποχωρήσει όλη η ομάδα της ΨΠΣΑ, που ήταν παρούσα κατά την οξεία φάση.
Θ. : Ίσως νιώθεις αρκετά αναστατωμένη με την αποχώρηση της ομάδας, που σε δύσκολες στιγμές σου έλεγε τι να κάνεις και τι όχι. Τι θα σε βοηθήσει και τι όχι. Σκέφτομαι πως μου ζητάς να το κάνω εγώ τώρα αυτό και θυμώνεις που δεν το κάνω. Νιώθεις ανακουφισμένη που δεν υποφέρεις πια τόσο πολύ όσο στην αρχή, αλλά και θυμώνεις πολύ που δεν σε αντιμετωπίζω σαν το μικρό πανικόβλητο κορίτσι, που ένιωθες όταν ξεκινήσαμε.
Σιωπά για λίγο φαίνεται να σκέφτεσαι αυτό που της είπα, όμως επανέρχεται λέγοντας:
Α. : Ναι, τότε μου είχαν πει να μην διαβάζω βιβλία ψυχολογίας. Εσείς τώρα τι λέτε;
Θ. : Αυτό τότε ήταν σημαντικό για να βοηθηθείς. Όμως, τώρα εγώ είμαι εδώ, για να προσπαθήσω μαζί σου να καταλάβουμε πως νιώθεις. ..Να μιλήσουμε για κάποιες σκέψεις, που ίσως κάνεις, για κάποιους φόβους, για την εργασία μας εδώ, για το πόσο εγώ ξέρω...πόσο μπορώ να σε βοηθήσω...ή πρέπει να διαβάσεις και συ Freud για να μας βοηθήσεις.
Χαμογελάει. Σιωπή. Τέλος συνεδρίας.
Καταγράφοντας τη συνεδρία για την εποπτεία, όπως συχνά συμβαίνει, άρχισα να αντιλαμβάνομαι το αντιμεταβιβαστικό μου άγχος, αλλά και το θυμό που μου διακινεί η συνεχής προσπάθεια της Αγγελικής να ασκήσει έλεγχο και να ορίσει το πεδίο της σχέσης μας. Οι παρεμβάσεις και οι χειρισμοί μου αποτυπώνουν την προσπάθεια μου, αφενός ν' αντισταθώ σ' αυτό και αφετέρου να μετατρέψω την εργασία μου με την Αγγελική σε πιο «κλασική» ψυχαναλυτική εργασία με νευρωσικού τύπου ασθενή. Έρχομαι, λοιπόν, αντιμέτωπη με τις δικές μου τεχνικές και αντιμεταβιβαστικές δυσκολίες και με τις αντιστάσεις της Αγγελικής απέναντι σε μια τέτοια, προφανώς πρόωρη, τροποποίηση.
Ο επόπτης προτείνει να ξανα-ονομαστούν, με απλό και ήσυχο τρόπο, τα άγχη που αφορούν στη σύνδεση της με το αντικείμενο. Προτείνει διατυπώσεις του τύπου: «Φοβάσαι, ίσως, το πλησίασμα μας. Ίσως σου κάνει άγχος το πολύ κοντά μου. Θες να είσαι κοντά μου, αλλά και το φοβάσαι». Αναφέρεται στη σημασία του να διατυπώνονται τα σχόλια, στη φάση αυτή, με μια μικρή ασάφεια, αφήνοντας ανοιχτό το πεδίο που θα λειτουργήσουν. Ένα κοντά, δηλαδή, που θα μπορούσε να αναφέρεται σε μια παλινδρομημένη επιθυμία ενός σωματικού «κοντά» ή ενός λιγότερου παλινδρομημένου συναισθηματικά «κοντά». Ως προς την φόρμα του λόγου προτείνει έναν λόγο όπως αυτόν: «Και τώρα φαντάζομαι ...ίσως σκέφτεσαι ότι....». Κρατάμε στο νου μας ότι η Αγγελική εξέρχεται από τον κόσμο της ψύχωσης, όπου όλα τα όρια καταλύονται. Ο λόγος του θεραπευτή δηλώνει το ξέχωρο του νου και των σκέψεων της δυάδας αυτής.
Η Αγγελική ρωτά αν μπορεί να διαβάσει ψυχανάλυση. Το ερώτημα που σαφώς θέτει είναι: «Μπορώ εγώ να κάνω ψυχανάλυση;». «Είσαι σίγουρη γι' αυτή την αλλαγή που επιχειρείς;», ακούω να με ρωτά.
«Εκεί που ίσως δεν είναι δυνατό ή επιθυμητό να επιχειρήσουμε έργο ψυχανάλυσης, υπάρχει πάντα χώρος για έργο ψυχαναλυτή» (Καψαμπέλης 2008). Eπόπτης και θεραπεύτρια συνεχίζουμε να «διαβάζουμε» ψυχαναλυτικά την ιστορία της και τη λειτουργία της μέσα στη μεταβιβαστική σχέση.
Μιλώ με τον επόπτη για την ανάγκη, που νιώθω να διατυπώνει με διάφορους τρόπους, να την διαβεβαιώσουμε πως, παρά την κρίση, θα τη βοηθήσουμε να ενταχθεί στο χώρο των έμφυλων σχέσεων και των συμβόλων. Ότι θα επανεγγραφεί και θα ανήκει σε μια τάξη ψυχικής ζωής, «όπως και οι φίλες μου, όπως όλοι οι άνθρωποι», σύμφωνα με δικές της διατυπώσεις.
Οι συνεδρίες συνεχίζονται. Μια χαρακτηριστική και ζωντανή αίσθηση του χιούμορ αρχίζει να αναδύεται στη μεταξύ μας λεκτική επικοινωνία. Θα αποτελέσει, μαζί με την κατασκευή μικρών μεταφορικών ιστοριών εκ μέρους μου, μια νέα γέφυρα σύνδεσής μας. Ταυτόχρονα, χιούμορ και «ιστορίες» θα επιτρέπουν την αναγνώριση και την ονομασία δύσκολων ενορμητικών υλικών (φθόνος, μίσος, καταστροφικότητα), με τα οποία θα έρθουμε αντιμέτωπες, με πολύ επώδυνο τρόπο μερικές φορές, στο μακρύ θεραπευτικό μας ταξίδι. Στην παρούσα θεραπευτική φάση, όμως, κινήσεις ελέγχου του αντικειμένου συνεχίζουν να επικρατούν στη σχέση, λεκτικά και εξωλεκτικά. Έντονα παλινδρομημένα αιτήματά της, του τύπου «τι να κάνω, να μου πείτε τι να κάνω.... γιατί δεν με βοηθάτε;», σε συνδυασμό με σιωπές, που συχνά τις νοιώθω ως σιωπές επίθεσης, οργής και ελέγχου, μου δημιουργούν ξανά ένα αίσθημα κούρασης και αμφιβολιών για το εγχείρημα αυτής της θεραπείας.
Ο επόπτης αναγνωρίζει τη δυσκολία και την κούραση μου, αλλά μου υπενθυμίζει πως η λειτουργία αυτή, όσο εξουθενωτική κι αν είναι, αποδεικνύει την έξοδο της Αγγελικής από την παλινδρόμησή της στο ψυχωσικό χάος.
Με καλεί να παρακολουθήσουμε τις επιθέσεις αυτές στα πλαίσια των ψυχοσεξουαλικών σταδίων της λειτουργίας του Εγώ. Η παρακολούθηση των κινήσεων αυτών του αναδυόμενου μετά την κρίση Εγώ της Αγγελικής, θα αποτελέσει έναν από τους βασικούς άξονες της θεωρητικής υποστήριξης και της κλινικής κατανόησης της σχέσης και της εργασίας μου μαζί της.
Εισάγει την έννοια του σαδοπρωκτικού σταδίου και στο πλαίσιο αυτό κατανοούμε την προσπάθεια της για συνεχή έλεγχο του αντικειμένου. Παρακολουθώντας το υλικό των συνεδριών και την αντιμεταβίβασή μου, ο επόπτης σύντομα θα μου επισημάνει τις κινήσεις τύπου εκκρεμές, από το σαδοπρωκτικό στο στοματικό χώρο, ακόμα και στη διάρκεια της ίδιας συνεδρίας.
Οι κινήσεις αυτές επέφεραν και τις ανάλογες τροποποιήσεις στην σύνδεσή της με το αντικείμενο στη μεταβίβαση. Έτσι, η Αγγελική, εκτός από ελεγκτική, συχνά γίνεται παιδόμορφα επιθετική και άπληστη, όσον αφορά τις φροντίδες που της παρέχονται από την θεραπεύτρια, αλλά και από την οικογένεια. Ζητά από τους γονείς αγκαλιές, φιλιά, σωματική φροντίδα γενικότερα.
Ο επόπτης με ενισχύει να σχολιάσω ερμηνευτικά αυτές τις κινήσεις. Προτείνει διατυπώσεις του τύπου: «Νοιώθεις την ανάγκη αγκαλιάς και προστασίας όπως ένα μικρό παιδί...Προσπαθείς να πάρεις αυτά που φαντάζεσαι, που αισθανόσουνα ότι ήθελες ή θα έπρεπε να είχες πάρει τότε. Οι αγκαλιές, όμως, σήμερα, δεν θα καλύψουν την έλλειψη του τότε, δεν θα καλύψουν το κενό που δημιούργησε η έλλειψή τους τότε».
Όταν η Αγγελική περιγράφει τις σκηνές από το σπίτι, κάνω χρήση αυτής της ανάγνωσης και η Αγγελική ανταποκρίνεται λέγοντας: «Γιατί αυτοί δεν πρέπει να μου δώσουν τώρα;; Αφού τότε η μαμά με άφησε στην γιαγιά... αυτή ασχολιόταν με την Βάσω...».
Το συνδέω με την μεταβίβαση και της λέω πως και εγώ την αφήνω από τη μια συνεδρία στην άλλη, έτσι, όταν συναντιόμαστε, ό,τι και αν της δίνω είναι λίγο... «Άσε που σε αφήνω για να ασχοληθώ με κάποιαν άλλη, ..που θα'ρθει μετά από σένα...πάλι..».
Η Αγγελική γελάει με νόημα.
Σταδιακά, αρχίζει να εμφανίζει πιο σύγχρονα αντικείμενα της. Φίλες από το σχολείο, αγόρια με τα οποία έχει κάποιο φλερτ. Μιλάει για τις τεράστιες αναστατώσεις που τις διακινούν. Στην εποπτεία σκεφτόμαστε να επαναφέρω, να ονομάσω το «τρομακτικό α-νονομάτιστο»: ότι «ίσως πίσω από αυτά που σε απασχολούν, βρίσκονται πράγματα που απασχολούν τους εφήβους, κυρίως η σεξουαλικότητα». Η Αγγελική ανταποκρίνεται λέγοντας: «Ναι...είμαι, θέλω να είμαι όπως οι φίλες μου, η Άννα, η Σοφία...αυτές έχουν αγόρια...».
Είναι σαφές ότι έχουμε εισέλθει σε μια νέα ψυχονοητική περίοδο.
Εξήλθαμε από την πρώτη φάση, με κυρίαρχη τη λειτουργία του πλαισίου, το οποίο με τη σταθερότητα και τη ρυθμικότητά του όριζε το μέσα και το έξω, το πριν και το μετά, το μαζί και το ξέχωρα από το αντικείμενο. Στη φάση αυτή καταγράφουμε τις πρωτόλειες ταυτισιακές κινήσεις και την ανάδυση κάποιων στοιχείων σεξουαλικότητας. Αυτή η χαρτογράφηση αποτυπώνει, έτι περαιτέρω, ψυχικές περιοχές και λειτουργίες καταστραμμένες, καταποντισμένες ή πλημμυρισμένες. Σημεία-τραύματα στον ψυχικό καμβά της Αγγελικής, που άλλοτε τη βοηθώ στην προσπάθειά της να τα ονομάζει η ίδια και άλλοτε τα εισάγω εγώ, βοηθούμενη από την εγγυητική λειτουργία του επόπτη.
Επιχειρείται η σταδιακή απομάκρυνση της μητέρας, με την οποία ζούσε μέχρι τώρα η Αγγελική. Σε μια από τις συνεδρίες της περιόδου αυτής, ξεκινάει λέγοντας: «Ήμουν στενοχωρημένη, έκανα δυσάρεστες σκέψεις». Αλλά μετά λέει: «... Ενώ ερχόμουν εδώ ήταν ωραίο το φως... ωραίος ουρανός...Ο δρόμος στο σπίτι μου έχει δέντρα, όπως εδώ ο δικός σας... ένοιωσα πολύ ωραία. Είπα λοιπόν να αφήσω τις δυσάρεστες σκέψεις και να μείνω με τις ευχάριστες».
«Αυτό που ένοιωσα ερχόμενη μου θυμίζει, τώρα που σας το περιγράφω, μια πολύ ωραία εικόνα τότε που ήμουνα μικρή. Τότε η μαμά μας έπαιρνε εμένα και τη Βάσω σ' ένα πάρκο με κούνιες και εκεί, γύρω στις 5 το απόγευμα, είχε τέτοιο φως, κάναμε κούνια περπατάγαμε .... ήταν πολύ ωραία». Σιωπή.
Να σημειώσω πως η συνεδρία ήταν στις 6. Όταν το σχολιάζω στην Αγγελική γελάει και λέει: «Εγώ, πάντως, δεν σκεφτόμουνα εμάς εδώ ...».
Τέσσερα χρόνια μετά την έναρξη της εργασίας μας, η λειτουργία της σκέψης, η συνειρμική και μεταβιβαστική ζωντάνια είναι, νομίζω, εμφανείς. Το ίδιο και η δυνατότητα, σαφώς όχι σταθεροποιημένη, προσφυγής σε λιγότερο πρώιμους μηχανισμούς άμυνας. Το ίδιο εμφανής είναι και η λειτουργία της νοσταλγίας, στη θέση της ψυχονοητικής παλινδρόμησης του παρελθόντος.
Πρώτες συνεδρίες μετά τις διακοπές καλοκαιριού.
Η Αγγελική έχει πάει για πρώτη φορά διακοπές μαζί με τις φίλες της, χωρίς την αδελφή της. «Ευτυχώς, γιατί θα γέμιζε το χώρο», λέει. Μιλά για τ' αγόρια στην παρέα, για το πώς τη φλέρταραν, για το άγχος που της διακινούσε αυτό, αλλά «το άντεξα και το ευχαριστήθηκα», λέει γελώντας.
Αρχίζει να έρχεται στις συνεδρίες πιο νωρίς. Σκέφτομαι πως αυτό συνδέεται με την απόπειρα απομάκρυνσης της μητέρας, η οποία συνεχίζεται. Μένει αρκετές μέρες της εβδομάδας μόνη.
Ενώ στις συνεδρίες μιλάμε για τη νέα αυτή εξωτερική κατάσταση και τις αποτυπώσεις στην εσωτερική της ζωή, η Αγγελική με ενημερώνει, ξαφνικά, πως γράφει ποιήματα, όταν βρίσκεται στο σπίτι και ζητά να τα φέρει να τα διαβάσει.
Με ξαφνιάζει. Η Αγγελική εισήλθε και μετέχει σε μια από τις κοινές εφηβικές ψυχονοητικές δραστηριότητες, γράφει ποιήματα, σκέφτομαι με συγκίνηση. Της λέω πως, εάν το θέλει, μπορεί να τα φέρει, πράγμα που κάνει στην επόμενη συνεδρία.
Με αρκετή ταραχή βγάζει το τετράδιο, διατρέχει σιωπηλά μια-μια τις σελίδες και τελικά μου διαβάζει 3-4 από αυτά.
Στο επίπεδο της αναπαραστατικής λειτουργίας, τα ποιήματα της παραπέμπουν σε παιδικές ζωγραφιές, με υλικά τις λέξεις. Απλές, αλλά ζωντανές ιστορίες εαυτού και αντικειμένων, αποτυπώνουν συνδέσεις, επιθυμίες και ματαιώσεις. Μέσα σε κάποιους στίχους αγωνίζεται να «χωρέσει» το ναρκισσιστικό τραυματισμό, απόρροια της επίγνωσης της ψυχικής της κατάρρευσης. Μιλά για μια «καταστροφή που βίωσε», ενώ ταυτόχρονα επιχειρεί να περιγράψει μια αίσθηση πένθους και θλίψης για την αποτυχία του παιδικού μεγαλειώδους εαυτού της. Αναφέρεται στη ματαίωσή της από τα παντοδύναμα γονεϊκά της αντικείμενα, ενώ ταυτόχρονα αποτυπώνει ένα συναίσθημα αγάπης, τρυφερότητας και νοσταλγίας για τα αντικείμενα αυτά.
Σε κάποιους στίχους είναι σαφής η χρήση λέξεων, εννοιών και εικόνων που κατασκεύασα γι' αυτήν και της προσέφερα, ή κατασκευάσαμε μαζί, από υλικά που η ίδια έφερε στον ενδιάμεσο χώρο της σχέσης μας. Κάποια στιγμή, συγκινημένη, κάνει μια άμεση σύνδεση κάποιων στίχων «με αυτό που παλιά... θυμάστε... πολύ παλιά βρήκαμε.. σκεφτήκαμε εδώ». Πραγματικά συγκινούμαι και εγώ. «Κάποια τα έχω γράψει για μας εδώ...δηλαδή, σκεφτόμουν εσάς και τη σχέση μας και τα έγραφα». Σε κάποια ποιήματα, που αφορούν σαφώς το μεταβιβαστικό αντικείμενο, η σύγχυση του ερωτικού με το συμβιωτικό είναι αρκετά εμφανής.
Την επόμενη περίοδο έρχεται κρατώντας το τετράδιο αγκαλιά. Άλλοτε μου διαβάζει κάτι, άλλοτε λέει δεν έχω αποφασίσει αν θέλω να σας διαβάσω ή όχι, άλλοτε το κρατά αγκαλιά μέχρι το τέλος της συνεδρίας, χωρίς να πει τίποτε. Σαν να κρατά το χάρτη που αποτυπώνει το δικό της ψυχοδιανοητικό χώρο, ξέχωρο από το αντικείμενο, ενώ βρίσκεται μαζί του, σκέφτομαι χωρίς να σχολιάζω.
Στο χώρο της εποπτείας, με την παρουσία του επόπτη, είναι η δική μου η ώρα να «ποιήσω» το νόημα της διϋποκειμενικής αυτής εμπειρίας. Το ενδιαφέρον του επόπτη για την δική μου ψυχική και νοητική λειτουργία, η σιωπή του και η προσοχή της ακρόασής του, παρείχε σε μένα μια αντίστοιχη εμπειρία, αυτή της λειτουργίας μου εντός ενός ενδιάμεσου χώρου. Εντός αυτού αναρωτιέμαι, λοιπόν, για τις πολλαπλές σημασίες της ψυχονοητικής αυτής διεργασίας της Αγγελικής και της σχέσης της με το αντικείμενο
Παρακολουθώντας την αντιμεταβιβαστική μου συγκίνηση, το θεωρώ, καταρχήν, ως ένα δώρο λόγου, σκέψης και συνδέσεων, που η Αγγελική μου προσφέρει. Ταυτόχρονα, το αντιλαμβάνομαι ως ένα μεταβατικό αντικείμενο, που δημιουργεί και τοποθετεί στον ενδιάμεσο χώρο μεταξύ εαυτού και αντικειμένου, όταν το αντικείμενο-μητέρα-θεραπεύτρια, ως έτερο από αυτήν, απομακρύνεται. Καλύπτει το κενό και τη συνδέει με αυτό το αντικείμενο.
Τα υλικά κατασκευής αυτού του μεταβατικού αντικειμένου προέρχονται από την ίδια και από το μητρικό μεταβιβαστικό αντικείμενο. Εμπεριέχει τη θεραπεύτρια, μέσω του λόγου και των σκέψεων της. Εμπεριέχει τη θεραπευτική σχέση και εμπειρία, εντός της οποίας τα υλικά αυτά κατασκευάστηκαν, αλλά ταυτόχρονα είναι κάτι άλλο. Είναι μια κατασκευή της ίδιας της Αγγελικής. Θα τολμούσα να πω πως το αντικείμενο «ποιήματα» είναι προϊόν της εισόδου και λειτουργίας της εντός «ενός χώρου παιγνιδιού για το αδιανόητο και το μη απεικονισμένο» (Winnicott 1971). Το ποιητικό αυτό πόνημα με παραπέμπει επίσης στον λόγο του Ogden (1997), όπως διατυπώνεται στο άρθρο του "Some thoughts on the use of language in psychoanalysis": «Αυτό που είναι σημαντικό στην λογοτεχνία- σε αντιστοιχία με τον ποιητικό λόγο- είναι η προσπάθεια του υποκειμένου να συλλάβει κάτι, να δημιουργήσει κάτι στο χώρο και στο επίπεδο της γλώσσας. Κάτι που να αποτυπώνει κάτι σημαντικό από την εμπειρία του να είναι κάποιος ζωντανός σαν ανθρώπινη ύπαρξη. Να αποτυπώνει τη ζωντάνια αυτή και την ευχαρίστησή του να παίζει με λέξεις και προτάσεις ..». Στην περίπτωση της Αγγελικής, η ποίηση τη βοηθά να αντέχει να ονομάζει τους τραυματισμούς αλλά και τις επιθυμίες και τις ματαιώσεις από τα αντικείμενα. Τέλος, να διερευνά τη δυνατότητά της να μιλήσει με κάποιο συμβολικό λόγο για μια εμπειρία της. που για καιρό την απέκλειε ακριβώς και από την σκέψη και το λόγο.
Την ίδια περίοδο, η Αγγελική αρχίζει να ακούει μουσική, όταν είναι μόνη στο σπίτι. «Σκέφτομαι πως και εσείς ακούτε μουσική... μάλιστα σκέφτομαι πως μάλλον 'Μελωδία' θα ακούτε και εσείς», λέει. Από την απεγνωσμένη, στην αρχή, και λυσσαλέα, στη συνέχεια, απαίτησή της το μητρικό αντικείμενο να είναι σωματικά και αισθητηριακά μαζί της, για να μην βυθίζεται σε απελπισία, η Αγγελική επιχειρεί μια νέα θέση-σύνδεση μαζί του. Αυτή της ταύτισης με το μεταβιβαστικό αντικείμενο.
Υπενθυμίζω πως όλες αυτές οι ψυχικές κινήσεις και ο τρόπος που αυτές αποτυπώνονται στην σχέση της με το μεταβιβαστικό αντικείμενο, αναδύονται και βιώνονται κατά την διάρκεια της μακρόχρονης αναλυτικού τύπου θεραπείας. Ταυτόχρονα, όμως, διαπλέκονται με περιόδους (κυρίως μετά από 2 μεγάλες υποτροπές), αλλά και με στιγμές, ενίοτε μέσα στην ίδια συνεδρία, κατά τις οποίες βιώνω μια επώδυνη υπενθύμιση. Την υπενθύμιση της εικόνας και λειτουργίας του Εγώ ενός σχιζοφρενούς, έτσι όπως ακριβώς το περιγράφει η M-L Roux.(1991): «Tο Εγώ του σχιζοφρενούς δεν μπορεί να συγκριθεί με ένα πρωτόγονο Εγώ, που δεν μπόρεσε να αναπτυχθεί φυσιολογικά. Μοιάζει περισσότερο σαν ακατάστατη και ταχέως εναλλασσόμενη κατασκευή διαδοχικών καταστάσεων του Εγώ, που κυμαίνονται από το πιο αρχαϊκό έως το πιο επεξεργασμένο».
Εξέλιξη της θεραπείας-συμπεράσματα
Η εμπειρία μου από αυτήν την αναλυτικού τύπου εργασία επικυρώνει πως, για μακρόχρονες ψυχοθεραπείες με ασθενείς που κινούνται στο χώρο της ψύχωσης, η λειτουργία του επόπτη, ως εγγυητή \τρίτου με διαφορετικό τρόπο κάθε περίοδο, παραμένει σημαντική.
Επιγραμματικά, για να συστήσει, κατά την πρώτη περίοδο, ένα νόημα τις ώρες που ο θεραπευτής, υπό το βάρος μαζικών προβλητικών ταυτίσεων, δεν διαθέτει αυτήν τη δυνατότητα. Ταυτόχρονα για να παρακολουθείται η αντιμεταβίβαση σε ένα χώρο που συχνά προκαλεί τα όρια των δυνατοτήτων του θεραπευτή. Αλλά και αργότερα, όταν η ζωντανή πια και δημιουργική δυάδα θεραπευτή/θεραπευόμενου παίζουν και δημιουργούν νοήματα, συνδέσεις και κατασκευές..
Τέλος, κατά τη μακρά, και κατά περιόδους ιδιαίτερα επώδυνη, εμπειρία μου από την αναλυτική εργασία με την Αγγελική, ο επόπτης συνέβαλε στο να βιώσω πως το ουσιαστικότερο αποτέλεσμα της εποπτικής διαδικασίας, είναι ότι ο νέος θεραπευτής μπορεί να αντλεί ικανοποιήσεις από το ψυχοθεραπευτικό του έργο, ακόμα και με ιδιαίτερα δύσκολα περιστατικά. Αυτό ακριβώς αποτελεί μια από τις βασικές ψυχικές/ εκπαιδευτικές εμπειρίες μου από την εργασία μου αυτή.
Κατά το κλείσιμο της αναλυτικής εργασίας μας και την παραπομπή της σε άλλο πλαίσιο για την συνέχιση της θεραπείας της , η Αγγελική με μια κάρτα – χάρτη λεκτικό του ψυχισμού της επικυρώνει την παραπάνω άποψη. Στο κείμενο της κάρτας αυτής, ο λόγος της δεν είναι πια λόγος ποιημάτων μικρού παιδιού. Μιλά για τον πλούτο της θεραπευτικής της εμπειρίας με το μεταβιβαστικό αντικείμενο και αποτυπώνει τη δυνατότητά της να κατοικεί για μεγάλες περιόδους εκτός του χώρου της απελπισίας και της ψυχικής καταστροφής. Αναφέρεται στα «βιωμένα συναισθήματα» και «εύχεται να παραμένουν ζωντανά», όταν θα νιώθει μοναξιά ή θα της λείπει το αντικείμενο, παρά το ότι πάντα θα την πληγώνει, αφού «πια το ξέρω πως είστε άλλη... όπως και η μαμά». Όμως, η ετερότητα αυτή, ως αναγνωρισμένη και βιωμένη εντός της μακράς μεταβιβαστικής σχέσης, δεν θα την καταστρέφει, καταστρέφοντας τελεσίδικα εντός της και τα αντικείμενά της. Όπως γράφει η M. L. Roux, για ασθενείς όπως η Αγγελική, «τα σημεία που υποδηλώνουν σαφέστερα τη διαδικασία (κάποιας) ίασης, είναι η ανάκτηση από το άτομο της ικανότητάς του για αγάπη, της ικανότητας να αναγνωρίζει σε ένα αντικείμενο του εξωτερικού κόσμου την ιδιότητά του ως υποκειμένου, όμοιου αλλά όχι ταυτόσημου, διαφορετικού αλλά όχι εχθρικού». Αυτά ακριβώς σαν «βιωμένη εμπειρία» -λόγος δικός της- αποτυπώνει στην κάρτα που μου προσέφερε. Η Αγγελική θα παραμένει για πάντα εγγεγραμμένη στο χώρο της ψύχωσης, αλλά με βιωμένες, έστω και μερικώς, τις παραπάνω εμπειρίες θα έχει ταυτόχρονα τη δυνατότητα κάποιων συνδέσεων, επενδύσεων, ακόμα και δημιουργικότητας στη ζωή της. Η λειτουργία της θα μπορεί να προσομοιάζει αρκετά με αυτήν των φιλενάδων της, της μητέρας της, ακόμα και της θεραπεύτριάς της (θα ακούει, όπως αυτή, «Μελωδία»)
Τέλος, θα ήθελα να επισημάνω ότι χωρίς τη θέληση της Αγγελικής να πορευτούμε μαζί αυτό το μακρύ θεραπευτικό ταξίδι και χωρίς την εποπτική συνοδεία του Π. Σακελλαρόπουλου, η εμπειρία αυτή δεν θα είχε αποτελέσει πεδίο ενός τέτοιου ψυχονοητικού και κλινικού πλούτου για μένα.
Βιβλιογραφία
Aronson S. (2000), Analytic Supervision. All work and no play. Contemporary Psychoanalysis, 36:121-132.
Casement P. (2002), Treatment, supervision and language. Beyond dogma in psychoanalysis. Guilford press, New York.
Fleming J.and Benedek T.F. (1983), Psychoanalytic supervision. A method of clinical teaching. Monograph No. 1, New York. International Universities Press. Int. J. Psyco-anal, 65.489-492.
Freud S. (1920), A Child is Being Beaten. A Contribution to the Study of the Origin of Sexual Perversions. Int. J. Psycho-Anal., 1:371-395.
Καψαμπέλης Β. (2008), Σχιζοφρένεια και εφηβεία. Θεωρητικές και θεραπευτικές προσεγγίσεις της γαλλικής ψυχαναλυτικής σχολής, στο: Ν.Τζαβάρας (επιστ. εποπτεία) Ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία της σχιζοφρένειας. Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα.
Layfer M. (1975), Εφηβική διαταραχή και ψυχικός κλονισμός. Εκδόσεις Καστανιώτη, 1992, Μετ. Β. Τσιάντη, Αθήνα.
Layfer Μ. and Layfer Μ. E. (1989), Adolescence et rupture du développement. Une perspective psychoanalytique. Trad. Franc. M. Gideault, 1984. Presses Universitaires de France, Paris.
Lebovici S. (1970), Technical remarks on supervision of psychoanalytic treatment. Int.J Psychoanal, 51: 385-392.
Oberman Ν.C. (1990), Supervision and the Achievement of an Analytic Identity, in Lane R.C., Psychoanalytic approaches to supervision. Brunner/Mazel Inc., New York
Οgden, T. (1997), Some thoughts on the use of language in psychoanalysis. Psychoanalytic Dialogues, 7: 1-21.
Οgden, T. (2007), Elements of analytic style. Bion's clinical seminars. International Journal of Psychoanalysis, 88, 1185-120.
Pegeron J. P. (1996), Supervision as an analytic experience. The psychoanalytic quarterly 65: 693-710.
Roux M. L. (1991), La psychothérapie psychanalytique des schizophrènes. Στο Μ. Reynaund (ed.) Le traitement des schizophrènes. Ed. Frison-Roche, 115-127.
Roux Μ. L. (2001), Dans quelles mesures les psychoses sont-elles accessibles à la psychothérapie psychanalytique hospitalière, στο V. Boucherat-Hue (ed.) Les psychothérapies psychanalytiques en institution; approche psychologique et clinique. 187-206.
Σακελλαρόπουλος Π. (1972), Σύντομη μελέτη της ψυχαναλυτικής θεραπείας. Νοσοκομειακά Χρονικά, τεύχος 34 (4), σ.412-425
Σακελλαρόπουλος Π. (1989), Ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία και δημόσια περίθαλψη. Ψυχαναλυτικά Θέματα, Τόμος 2, Τεύχος 1.
Σακελλαρόπουλος Π. (1994), Ψύχωση, ψυχοθεραπευτικοί χειρισμοί και ψυχαναλυτικό πρίσμα. Ψυχανάλυση και Ψυχοθεραπεία, 167-178.
Σακελλαρόπουλος Π. (1997), Τεχνική εποπτείας σε ψυχοθεραπείες ψυχαναλυτικής έμπνευσης, εισήγηση στο 1ο Ευρωπαϊκό Συνέδριο για την Ψυχοθεραπεία, με θέμα «Η Ψυχοθεραπεία στην Ευρώπη: Τάσεις και Πρακτικές», 11-14 Σεπτεμβρίου 1997, Αθήνα .
Σακελλαρόπουλος Π. (1999), Εποπτεία. Ιστορικό της εποπτείας, Θέματα σε σχέση με τον εποπτευόμενο. Το πλαίσιο της εποπτείας αποκλειστικά για μακρόχρονες ψυχαναλύσεις και ψυχοθεραπείες. Μάθημα στους εκπαιδευόμενους της Ελληνικής Εταιρείας Ψυχαναλυτικής Ψυχοθεραπείας.
Σακελλαρόπουλος Π. (2003), Η σημασία της εποπτείας. Εισήγηση στο Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Σπουδών στην Κοινωνική Ψυχιατρική-Παιδοψυχιατρική, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιούνιος 2003.
Solnit A. (1970), Learning from psychoanalytic supervision. Int.J. Psychoanal., 51: 359-362.
Winnicott D. (1971), Playing and reality. Tavistock Publications, London.