Οι επιπτώσεις των μαθησιακών δυσκολιών στη μαθησιακή πορεία
και τη συναισθηματική ανάπτυξη των παιδιών: Πώς οι γονείς μπορούν να βοηθήσουν
Αλίκη Φλώρου, Ψυχολόγος
Ο όρος Ειδικές Μαθησιακές Δυσκολίες (Ε.Μ.Δ.) αναφέρεται σε μια ανομοιογενή ομάδα διαταραχών οι οποίες εκδηλώνονται με σημαντικές δυσκολίες στην απόκτηση και χρήση των ικανοτήτων της ακρόασης, της ομιλίας, της ανάγνωσης, της γραφής, του συλλογισμού και των μαθηματικών ικανοτήτων. Οι διαταραχές αυτές θεωρούνται εγγενείς στο άτομο και οφείλονται σε κάποια δυσλειτουργία του κεντρικού νευρικού συστήματος. Συνδέονται συγκεκριμένα με δυσκολίες στην επεξεργασία ερεθισμάτων και πληροφοριών που δέχεται το παιδί.
Τα παιδιά με Ε.Μ.Δ. έχουν τουλάχιστον φυσιολογική νοημοσύνη. Ενώ όμως είναι έξυπνα και ικανά παιδιά, η σχολική τους επίδοση είναι συνήθως χαμηλή ακόμα κι αν μελετούν όσο απαιτείται για την τάξη στην οποία φοιτούν.
Είναι λοιπόν πολύ σημαντικό να έχουν οι γονείς και οι εκπαιδευτικοί στο μυαλό τους ότι ένα παιδί με μαθησιακές δυσκολίες δεν μαθαίνει όπως οι συμμαθητές του, όχι επειδή δε διαβάζει ή δεν είναι ικανό, αλλά διότι λόγω των Ε.Μ.Δ. χρειάζεται ένα διαφορετικό τρόπο για να μάθει και να αξιοποιήσει τις ικανότητες που έχει ώστε να καλύψει τις δυσκολίες που υπάρχουν.
Ανάλογα με τον τομέα στον οποίο ένα παιδί παρουσιάζει απόκλιση από αυτό που θα αναμενόταν για την ηλικία του, την εκπαίδευσή του και τη νοητική του ικανότητα, υπάρχουν τριών ειδών ειδικές μαθησιακές δυσκολίες:
- Ειδική μαθησιακή δυσκολία ανάγνωσης (δυσλεξία)
- Ειδική μαθησιακή δυσκολία γραφής και γραπτής έκφρασης
- Ειδική μαθησιακή δυσκολία μαθηματικών (δυσαριθμησία)
Ένα παιδί μπορεί να αντιμετωπίζει δυσκολίες σε έναν ή και σε όλους τους τομείς αυτούς.
Όσον αφορά στην εξέλιξη των μαθησιακών δυσκολιών, οι αναπτυξιακές διαταραχές του λόγου, της οπτικής αντίληψης και της κινητικής ανάπτυξης στην προσχολική ηλικία είναι πιθανό να εξελιχθούν σε Ε.Μ.Δ. στη σχολική ηλικία. Στα προεφηβικά και εφηβικά χρόνια οι δυσκολίες εντοπίζονται κυρίως στο γραπτό λόγο (έκφραση-οργάνωση εννοιών) και στις γραπτές εξετάσεις.
Είναι λοιπόν αναμενόμενο οι Ε.Μ.Δ. και ειδικά η μη έγκαιρη διάγνωσή τους να έχουν συνέπειες στην μαθησιακή πορεία των παιδιών που αντιμετωπίζουν αυτές τις δυσκολίες σε όλη τη διάρκεια της ανάπτυξής τους. Επηρεάζουν βέβαια και τη σχέση τους με τη μαθησιακή διαδικασία. Το παιδί που αποτυγχάνει στο σχολείο παρά τις προσπάθειές του ή που με μεγαλύτερη προσπάθεια από τους συμμαθητές του έχει χαμηλότερα αποτελέσματα, αντιλαμβάνεται ότι διαφοροποιείται από τους άλλους. Μπορεί να νιώθει απογοήτευση και να αισθάνεται ότι «υστερεί» χωρίς να μπορεί να καταλάβει γιατί συμβαίνει αυτό. Συχνά οι γονείς και οι εκπαιδευτικοί μπορεί κι εκείνοι να μην κατανοούν τι συμβαίνει ή να αποδίδουν την αποτυχία ή την άρνηση του παιδιού σε λανθασμένους παράγοντες, όπως η «τεμπελιά» ή η «αδιαφορία». Κατά συνέπεια, μπορεί να πιέζουν το παιδί και να έχουν υπερβολικές απαιτήσεις, με αποτέλεσμα το παιδί να αισθάνεται ότι εκτός από τον εαυτό του απογοητεύει και τους σημαντικούς άλλους. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα είτε την υπερπροσπάθεια και το άγχος να ανταποκριθεί στις προσδοκίες των άλλων αλλά και του εαυτού του είτε την αποφυγή, την εγκατάλειψη της προσπάθειας, ακόμα και την πλήρη άρνηση να συνεργαστεί. Ας μην ξεχνάμε ότι οι μαθησιακές δυσκολίες είναι από τους πιο συχνούς λόγους αποτυχίας και άρνησης του σχολείου. Κάθε προσπάθεια σε σχέση με το σχολείο συνδέεται τελικά με απογοήτευση του εαυτού και των άλλων και με αίσθημα αδυναμίας και αποτυχίας. Κατά συνέπεια το εσωτερικό κίνητρο για μάθηση αποδυναμώνεται, το παιδί παύει να παίρνει ευχαρίστηση από τη μαθησιακή διαδικασία, η οποία συνδέεται με κάτι ιδιαίτερα αγχογόνο και ματαιωτικό.
Οι συνεχείς αποτυχίες, οι χαμηλοί βαθμοί, οι συχνές συγκρούσεις με την οικογένεια ή τους καθηγητές οδηγούν σε δευτερογενείς ψυχολογικές συνέπειες. Οι δυσκολίες είναι πιθανό να αρχίσουν να επηρεάζουν συνολικότερα την ψυχική του λειτουργία του παιδιού, τη σκέψη, το συναίσθημα και τη διάθεσή του, αλλά και τις κοινωνικές σχέσεις και τη συνολική εικόνα που έχει για τον εαυτό του. Η συμπεριφορά των παιδιών με Ε.Μ.Δ. δεν μένει ανεπηρέαστη. Κάποια παιδιά γίνονται πιο κλειστά, εσωστρεφή, λιγομίλητα, διστάζουν να πλησιάσουν τους άλλους και απομονώνονται, ενώ άλλα προσπαθούν να κερδίσουν το θαυμασμό και να προσελκύσουν το βλέμμα των μεγάλων και των συνομηλίκων τους, ακόμα και με αρνητικό τρόπο. Προτιμούν να είναι τα «κακά παιδιά» παρά τα «παιδιά των χαμηλών ικανοτήτων».
Το αίσθημα ότι δεν τα καταφέρνουν δεν περιορίζεται μόνο στο εκπαιδευτικό κομμάτι, αλλά γενικεύεται και σε άλλες δραστηριότητες με αποτέλεσμα τα παιδιά με Ε.Μ.Δ. να βιώνουν ένα γενικότερο αίσθημα ανεπάρκειας, να έχουν χαμηλή αυτοεκτίμηση, να αντιμετωπίζουν προβλήματα στη σχέση τους με τους άλλους. Έρευνες έχουν δείξει ότι τα παιδιά με Ε.Μ.Δ. συχνά αντιμετωπίζουν δυσκολία τόσο στην ικανότητά τους να καθορίσουν πώς τους βλέπουν οι άλλοι, τι σκέφτονται και πώς αισθάνονται γι’ αυτούς, όσο και στο να κατανοούν και να γνωρίζουν πώς αισθάνονται και τα ίδια για τον εαυτό τους. Με άλλα λόγια, τα παιδιά με Ε.Μ.Δ. είναι ιδιαίτερα ευαίσθητα στην ανάπτυξη μιας ασταθούς, ευμετάβλητης εικόνας του εαυτού τους, η οποία μπορεί να κυμαίνεται από τον υπερβολικό ενθουσιασμό μέχρι την έντονη απογοήτευση που διακινεί άγχος και θλίψη.
Ενώ θα περιμέναμε μέχρι το Γυμνάσιο και το Λύκειο οι Ε.Μ.Δ. να είχαν ήδη εντοπιστεί και δουλευτεί με τη βοήθεια κάποιου ειδικού, συναντάμε περιπτώσεις εφήβων που φθάνουν στις τάξεις αυτές και οι δυσκολίες τους δεν έχουν καν αξιολογηθεί. Ακόμα όμως και να έχει αναγνωριστεί η δυσκολία, αυτό δε σημαίνει πως ο έφηβος ή η οικογένειά του την έχουν αποδεχτεί ή κατανοήσει ή ότι έχουν πάρει τη βοήθεια που χρειάζονται. Οι έφηβοι, λόγω της αναπτυξιακής φάσης στην οποία βρίσκονται, έχουν ακόμα μεγαλύτερη ανάγκη να είναι αποδεκτοί από τους άλλους και να μην διαφοροποιούνται από την ομάδα των συνομηλίκων τους. Η ταυτότητά τους είναι υπό διαμόρφωση. Μπορούμε λοιπόν να σκεφτούμε πόσο ευαίσθητοι και ευάλωτοι μπορεί να αισθάνονται εάν αντιμετωπίζουν Ε.Μ.Δ.
Τι μπορείτε να κάνετε για τα παιδιά και τους εφήβους με Ε.Μ.Δ.:
- Δείξτε εξατομικευμένη προσοχή και υπομονή, καθώς και σεβασμό στον ατομικό ρυθμό του παιδιού.
- Προσαρμόστε τις απαιτήσεις σας ανάλογα με τις ικανότητες και τις δυσκολίες του παιδιού.
- Ανακαλύψτε σε ποιες δραστηριότητες έχει καλή επίδοση και ενθαρρύνετε τον να ασχοληθεί με αυτές.
- Ενισχύστε κάθε προσπάθεια και κάθε μικρή βελτίωση ανεξαρτήτως από το τελικό αποτέλεσμα.
- Μην τον μειώνετε μπροστά στους άλλους και μη τον συγκρίνετε με τα αδέλφια, τους φίλους, τους συμμαθητές.
- Όταν αφαιρείται ή κάνει κάποιο λάθος μην τον επιπλήττετε αλλά επανακαθοδηγείστε τον με έναν τρόπο που δεν του προκαλεί αμηχανία.
- Δείξτε συνέπεια στα όρια που του θέτετε και στο να ανταποκρίνεται υπεύθυνα στις υποχρεώσεις του.
- Συζητείστε μαζί του τι θα τον βοηθούσε.
- Είναι σημαντικό να μην εστιάζετε μόνο στις ακαδημαϊκές του επιδόσεις, αλλά να διατηρείτε μία καλή σχέση μαζί του που θα του δίνει τη δυνατότητα να σας εμπιστεύεται ό,τι τον απασχολεί. Ένα παιδί επενδύει και προσπαθεί περισσότερο και με λιγότερο άγχος, όταν αισθάνεται ότι ο γονιός και ο εκπαιδευτικός ενδιαφέρονται πραγματικά για εκείνο, ανεξάρτητα από τις σχολικές του επιδόσεις.
- Είναι πάντα σημαντικό τα παιδιά να γνωρίζουν πως η επιτυχία σε έναν τομέα της ζωής δεν είναι αυτή που εξασφαλίζει την ευτυχία σε ολόκληρη τη ζωή.
- Ενημερώστε το σχολείο για τις δυσκολίες του παιδιού.
- Ενισχύστε την επικοινωνία μεταξύ γονιών και εκπαιδευτικών, αλλά και των εκπαιδευτικών με τους ειδικούς που υποστηρίζουν το παιδί.
Είναι σημαντικό να έχετε στο μυαλό σας ότι οι Ε.Μ.Δ. μπορεί να μην θεραπεύονται με την έννοια της απόλυτης ίασης, με την κατάλληλη όμως βοήθεια αντιμετωπίζονται σε μεγάλο βαθμό, με την έννοια ότι τα παιδιά με Ε.Μ.Δ. μπορούν να παρουσιάσουν μεγάλη βελτίωση στην επίδοσή τους στους μαθησιακές τομείς που αξιολογούνται στο σχολείο, ακόμα και να φθάσουν να λειτουργούν στο επίπεδο της τάξης τους. Φυσικά, ο βαθμός αξιοποίησης των ικανοτήτων του παιδιού και της βελτίωσης της επίδοσής του εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, όπως είναι οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει και το πόσο έγκαιρα εντοπίστηκαν, το κίνητρο του παιδιού και η στήριξη που έχει από το οικογενειακό και σχολικό περιβάλλον.
Βιβλιογραφία
Μαυρομμάτη, Δ. (2004). Δυσλεξία: Φύση του Προβλήματος και Αντιμετώπιση, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Garber, B. (1988). The emotional implications of learning disabilities: A theoretical integration. The Annual of Psychoanalysis, 16, p.111-128.
Hammil, D. (1990). On defining learning disabilities: an emerging consensus. Journal of Learning Disabilities, 23 (2), 74-84.