top of page

Ανασόντζη Σοφία - "Η μυθική μορφή της Εστίας και οι συμβολικές διεργασίες κατά τη ψυχοθεραπεία παιδιών σε υιοθεσία"

Στην αρχή της ζωής το βρέφος δεν γνωρίζει τι είναι ο εαυτός και τι ο εξωτερικός κόσμος, καθώς βρίσκεται σε ένα σύμπαν εσωτερικών και εξωτερικών ερεθισμών, οι οποίοι άλλοτε του προκαλούν ευχαρίστηση και άλλοτε δυσφορία. Οσο ο ψυχισμός του βρέφους είναι ακόμη ανώριμος, ο ψυχισμός της μητέρας πραγματοποιεί ένα μεγάλο μέρος της εργασίας αναφορικά με τον έλεγχο των διεγέρσεων. Η μητέρα εμπεριέχει και ¨κρατά¨ τον ψυχικό κόσμο του βρέφους, όπως έκανε και πριν την γέννηση του, κατά την ενδομήτρια ζωή. Η πρώτη έκφραση ανήκει στον Bion και η δεύτερη στον Winnicott που υποδηλώνουν οτι η μητέρα ελέγχει και κατανοεί τα συμβαίνοντα στο εσωτερικό και εξωτερικό περιβάλλον του βρέφους, με στόχο να παραμείνουν τα βιώματα του σε ένα επίπεδο έντασης που να μην παρεμποδίζεται η λειτουργικότητα και η ανάπτυξη του. Η γέννηση και η ανάπτυξη του ψυχισμού είναι συνεπώς προϊόν μιας ψυχικής διαδικασίας που εξελίσσεται τόσο μέσω της μητρικής φροντίδας όσο και της μητρικής έλλειψης(Fain,1974).Το ερώτημα που τίθεται είναι τι συμβαίνει όταν συνθήκες στέρησης αλλοιώσουν αυτή την διαδικασία και δεν μπορέσουν να αντιμετωπιστούν με τις συνηθισμένες αμυντικές τακτικές του βρέφους αλλά του πυροδοτήσουν ι αρχέγονους φόβους(Σκούλικα,1999). Ανάλογες στερήσεις για επαφή, επικοινωνία, ψυχικό συντονισμό και ανακούφιση από τις διεγέρσεις υπάρχουν ενδεχομένως στις περιπτώσεις υιοθεσίας παιδιών όπου ο πρώιμος δεσμός μητέρας – βρέφους συχνά έχει διαταραχθεί και το βρέφος έχει βιώσει τραυματικά την αποκοπή του από την μητρική φροντίδα. 

    

Στην παρουσίαση αυτή θα αναφερθώ στον Λ., ένα λεπτοκαμωμένο, ψηλό αγόρι 10 ετών, με σκούρο δέρμα, καστανά μαλλιά και έντονο βλέμμα. Ο Λ. υιοθετημένο παιδί από τη Γιουγκοσλαβία παρουσίαζε πολλαπλές δυσκολίες, οι οποίες επεκτείνονται από μαθησιακά προβλήματα, τα οποία ανησύχησαν τους γονείς του και ήταν και ο λόγος που απευθύνθηκαν σε ειδικούς ως και βαθύτερα ψυχολογικά προβλήματα που αφορούσαν τον έλεγχο των ενορμήσεων του και τη οργάνωση του ψυχισμού του. Οι γονείς περιέγραφαν ένα παιδί με έλλειψη εμπιστοσύνης στον εαυτό του και στις ικανότητες του,  με πολλές φοβίες, με δυσκολία να αντέξει οποιαδήποτε πίεση και να καταφεύγει είτε σε κλάματα είτε σε μια παθητική στάση, με καλύτερους φίλους τα κορίτσια αντί για τα αγόρια και με μια αδυναμία να επενδύσει και να αποδώσει στο σχολείο όπου γινόταν στόχος των υποτιμητικών σχολίων και των πειραγμάτων των συμμαθητών του. Ο Λ. είχε παραμείνει 2 χρονιές στο νηπιαγωγείο για να μπορέσει να ισορροπήσει στην ανάπτυξη με τα υπόλοιπα παιδιά. Οι γονείς του Λ. είχαν απευθυνθεί και παλιότερα σε ειδικούς, προσπαθώντας να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα του Λ. κυρίως μέσα από λογοπεδικές και παιδαγωγικές παρεμβάσεις. 


Όσον αφορά την υιοθεσία ο Λ. ήταν ενήμερος για την υιοθεσία από τους θετούς γονείς του από νωρίς.  Η υιοθεσία πραγματοποιήθηκε από ίδρυμα της πρώην Γιουγκοσλαβίας σε ηλικία 3 ετών.  Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία που αφορούν την ατομική ιστορία του Λ. βρέθηκε μωρό χωρίς οικογένεια στο δρόμο και έμεινε σε ίδρυμα για το υπόλοιπο χρονικό διάστημα.  Απο τις πληροφορίες που υπάρχουν, ο τοκετός ήταν πρόωρος και τοποθετήθηκε σε θερμοκοιτίδα. Αναφέρεται ότι χρειάστηκε να νοσηλευτεί στο νοσοκομείο εκεί για πολλούς μήνες λόγω πνευμονίας και άλλων ιατρικών προβλημάτων.  Σε ηλικία δύο ετών νοσηλεύτηκε πάλι λόγω οξείας μηνιγγίτιδας, εντεροκολίτιδας και επιδημικής ηπατίτιδας. Ήδη κατά την περίοδο της παραμονής του στο ίδρυμα παρατηρήθηκε ψυχοκινητική καθυστέρηση και δυσκολίες στο λόγο, γεγονός που και οι θετοί γονείς αμέσως επεσήμαναν.Στην οικογένεια προϋπήρχε από προηγούμενη υιοθεσία ένα μικρότερο σε ηλικία κορίτσι και μετά τον Λ. είχε πραγματοποιηθεί μιά αναδοχή, ενός αγοριού μικρότερου πάλι σε ηλικία απο τον Λ.  Η σχέση του κοριτσιού με τον Λ. περιγράφεται καλή ενώ των 2 αδερφών περιγράφεται συγκρουσιακή και εκρηκτική. 


Από τα στοιχεία που αναφέρθηκαν, υπήρχαν ήδη ζητήματα που αφορούσαν το παρελθόν του Λ. και την υιοθεσία και χρειάζονταν επεξεργασία όπως τα ασυνείδητα κίνητρα των θετών γονέων και οι συνειδητές προσδοκίες τους, οι προβολές και οι φαντασιώσεις τους για τον Λ., ο φόβος τους για την επάρκεια τους ως γονείς απέναντι στον Λ., οι προβολές και οι φαντασιώσεις τους για τους φυσικούς γονείς, το ζήτημα της ανακοίνωσης που είχε γίνει, το θέμα της απώλειας της φυσικής του οικογένειας για τον Λ. και η διαπραγμάτευση ανάμεσα στους πραγματικούς – θετούς και τους φανταστικούς – φυσικούς γονείς και οι σχέσεις που κόβονται καθώς και το θέμα του δικού του ναρκισσισμού και των γονέων του.


Από την αρχή της θεραπείας, ο Λ. φάνηκε να έχει επιθυμία για τις ψυχοθεραπευτικές συνεδρίες και σύντομα δημιουργήθηκε μια καλή θεραπευτική συμμαχία όπου ο Λ. μπορούσε να εναποθέσει τις σκέψεις και τις φαντασιώσεις του στο χώρο, στα αντικείμενα, στο κουκλόσπιτο, στο κουτί της ψυχοθεραπείας και σε εμένα.  Χαρακτηριστική των θεμάτων που μας απασχόλησαν και διεργαστήκαμε τον πρώτο χρόνο της ψυχοθεραπείας ήταν η α’ συνεδρία : ο Λ. ξεκίνησε λέγοντας ότι έχει πολλά μέσα του αλλά δεν βρίσκει εύκολα τα λόγια. Μιλά για το σχολείο, όπου τον έβρισαν, τον χτύπησαν και είναι πολύ μόνος του εκεί.  Από την αρχή μιλά για τους φόβους και τα όνειρα του, βλέπει μπαμπούλες να τον κυνηγούν, να πάνε να του κάνουν κακό, φοβάται μην μπουν κλέφτες και του κάνουν κακό ή τον κλέψουν, βλέπει όνειρα με φωτιές και ανθρώπους που τραυματίζονται. Λέει συνέχεια "μόνη μου" και γενικά χρησιμοποιεί το θηλυκό γένος, όταν το επισημαίνω, απαντά πως μπερδεύει συχνά τα αγόρια με τα κορίτσια. Λέει ότι στεναχωριέται πολύ και εύκολα και για αυτό δεν θέλει να τσακώνεται με κανένα.  Θέλει να γίνει δυνατός για να τον σέβονται οι άλλοι και για αυτό θέλει να γίνει αθλητής.  Εμένα θέλει να μου κάνει κάποιο δώρο για να τον βοηθήσω. Με βάση τα θέματα που εισάγει σκέφτομαι ότι μου συστήνεται ψυχικά: μιλά για τις αμυντικές του τακτικές (προβολή, σχάση, εκδραμάτιση), μιλά για τη δυσκολία του να ενσωματωθεί στην παρέα των συνομιλήκων και κυρίως να μπορέσει να διαχειριστεί την επιθετικότητα του με αποτέλεσμα το εξωτερικό περιβάλλον να δείχνει μονίμως επικίνδυνο, μιλά για την υιοθεσία και την φαντασίωση του για ληστές που κλέβουν παιδιά, μιλά και για το τραύμα του αποχωρισμού του που τον έκανε να νιώθει παθητικός και ελλιπής. Ο ίδιος αποφεύγει τις συγκρούσεις, τους καυγάδες, υποχωρεί τοποθετώντας τον δυνατό Λ. μόνο στη φαντασία του μαζί με τους φαντασικούς του γονείς και θέλει να μου προσφέρει ένα δώρο για να με κρατήσει κοντά του, βάζοντας τον εαυτό του στη θέση ενός ανεπιθύμητου – ασήμαντου παιδιού και δοκιμάζοντας τη δική μου στάση απέναντι  του ως 3ου γονιού πλέον.


Στις αρχικές συνεδρίες ο Λ. διεργάζεται θέματα που σχετίζονται με πρώιμα άγχη και με την απώλεια μιας πρωταρχικής σχέσης στην ζωή του.  Φτιάχνει ιστορίες μιας οικογένειας, στην οποία εκείνος είναι το μωρό και αντιμετωπίζουν όλοι πολλούς κινδυνούς. Συνήθως υπάρχουν άγρια ζώα, ληστές, φαντάσματα που τους κυνηγούν, γίνονται μάχες, υπάρχουν τραυματισμοί, νεκροί.  Ξεδιπλώνονται οι επιθετικές του φαντασιώσεις μέσα στο παιχνίδι και οι  φιγούρες συχνά αλλάζουν, οι καλοί γίνονται κακοί και οι κακοί γίνονται καλοί, καθώς υπάρχει μια διάχυτη αμφιθυμία με αποτέλεσμα να συνυπάρχουν αυτές οι δύο πλευρές του εαυτού του, μέσα σε σαδομαζοχιστικές σχέσεις και φαντασιώσεις όπου οι άλλοι όπως και ο ίδιος μπαίνουν εναλλάξ στην θέση και του θύτη και του θύματος. Το υιοθετημένο παιδί έχει να επιλέξει και να συνδυάσει μέσα του τα 2 ζεύγη των γονέων, καθένα στην πραγματικότητα του και στην φαντασία του.  Για τον Λ. υπάρχει μέσα στις ιστορίες του μια οικογένεια που είναι παρούσα και παίζει με αυτή και μια οικογένεια που λείπει και δυσκολεύεται έτσι να παίξει και να βιώσει.  Μέσα στις ιστορίες αυτές υπάρχει πάντα ο αποχωρισμός, η ορφάνια, η επανένωση, όλα σε σκηνές που διαδραματίζονται στο κουκλόσπιτο και αναβιώνουν το τραύμα του Λ. Ο ίδιος ταυτίζεται άλλοτε με φιγούρες δυνατές που επιβιώνουν αν και αντιμετωπίζουν κινδύνους και άλλοτε με φιγούρες που βρίσκονται να πεινούν, να βασανίζονται σωματικά αλλά όπως φαίνεται και ψυχικά. Ο πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία την περίοδο που εκείνος ήταν μωρό, τροφοδοτεί τις φαντασιώσεις του. Το υιοθετημένο παιδί έχει πάντα δικές του φαντασιώσεις για τους βιολογικούς του γονείς και την υιοθεσία, συχνά νοιώθει ενοχή επειδή φαντάζεται ότι ευθύνεται για την εγκατάλειψη και επειδή το ίδιο σώθηκε, νοιώθει ότι πρέπει να φροντίσει τους γονείς του είτε από φόβο είτε από επιθυμία.  Η ταυτότητα του Εγώ σύμφωνα με τον Erikson δημιουργείται μέσα από μια απαρτίωση του εαυτού του που αγγίζει το παρελθόν, παρόν, μέλλον και για αυτό το υιοθετημένο παιδί χρειάζεται να έχει δικές του φαντασιώσεις για το παρελθόν. Ο Λ. μιλά για όλα αυτά μέσα από τη φιγούρα του μωρού: αναρωτιέται κατ’αρχήν που είναι οι γονείς του και λέει ότι πρέπει μαζί να "βρούμε τα λόγια αυτού του παιδιού" γιατί αυτό δεν μιλά, παίζει συνέχεια άμυνα.


Στην πορεία των συνεδριών ο Λ. αρχίζει να διεργάζεται θέματα που σχετίζονται με την  απώλεια ενός σταθερού πλαισίου, το τραύμα της εγκατάλειψης και την υιοθεσία αλλά τα γεγονότα στην οικογένεια αρχίζουν να παρεμβαίνουν στην πορεία της ψυχοθεραπείας δραστικά. Ο Σ., το 3ο παιδί, που είναι σε αναδοχή, το σκάει από το σπίτι και η οικογενειακή κατάσταση γίνεται έκρυθμη. Ο Λ. φτιάχνει ένα νέο σπίτι από πλαστελίνη, σαν να δείχνει μια πολύ εύθραυστη μορφή σπιτιού – οικογένειας όπου η παραμονή εκεί είναι υπό προϋποθέσεις και για αυτό η σταθερότητα του είναι αμφισβητήσιμη.  Ο ίδιος λέει: τα καλά παιδιά μένουν με τους γονείς τους ενώ τα κακά φεύγουν και εγώ αναρωτιέμαι σε ποιους γονείς αναφέρεται, και πόσο αυτή η προϋπόθεση που υπάρχει σχετίζεται με τη παθητικότητα του, τις σαδομαζοχιστικές του φαντασιώσεις, τους φόβους του και την επιθυμία του να είναι αρεστός στους άλλους.  Μια παντοδύναμη, αρχαϊκή μητέρα παίρνει την τελική απόφαση για το ποιός μένει και ποιός φεύγει και ο Λ. καθώς ταυτίζεται μαζί της, νοιώθει ενοχή που ο αδερφός του θα φύγει γιατί εκείνος δεν τον βοήθησε αρκετά.  Φωνάζει "δεν γίνεται να χαλάει έτσι μια οικογένεια" και εκφράζει τον πόνο του για την ήδη μια απώλεια που έχει υποστεί και τώρα ξαναζεί. Το 1996 ο Pollock αναφέρει ότι σε πολλά υιοθετημένα παιδιά παρατηρούνται προβλήματα αποχωρισμών και εγκαταλείψεων που ενώ είναι καταστάσεις στις οποίες συμμετέχει κάθε άνθρωπος, στα υιοθετημένα παιδιά είναι περισσότερο τραυματικές και για αυτό και πιο συχνές.  Ο ίδιος και ο αδερφός του κοιμούνται εκείνη την περίοδο μαζί το βράδυ, για ασφάλεια. Έτσι ο Λ. θέτει το ρόλο του φύλου στην υιοθεσία και αναφέρεται στη διαφορά που μπορεί να υπάρχει ανάμεσα στο κορίτσι και στα δύο αγόρια.  Φαίνεται πως το φύλο πυροδοτεί διαφορετικές φαντασιώσεις και προβολές και από την πλευρά των γονέων. Τα 2 αγόρια, έμοιαζε να είναι εν δυνάμει καταστροφικά και να μπορούν εκείνα να διαλύσουν την οικογένεια, καθώς η επιθετικότητα τους στα μάτια των γονέων μεγεθυνόταν, οι προβολές εναλλάσονταν χωρίς να γίνουν αντικείμενο επεξεργασίας ούτε να εμπεριεχθούν. 


Για τον Λ. η ίδια η σχέση με τη Μητέρα μοιάζει ελλιπής, καθώς δεν μπορεί να αντέξει και να εμπεριέξει τις λιβιδινικές και επιθετικές ενορμήσεις, αντίθετα προχωρούσε σε προβολές και έτσι η διαδικασία επανόρθωσης δυσκολευόταν να προχωρήσει και ο Λ. βρισκόταν με εύθραυστα εσωτερικά αντικείμενα.  Όταν τελικά ο Σ. φεύγει από το σπίτι για το ίδρυμα, η απώλεια του λειτουργεί τραυματικά για τον Λ., που ζωγραφίζει μια οικογένεια με 3 παιδιά στην αποβάθρα δίπλα στη θάλασσα, όταν το ένα παιδί πέφτει στη θάλασσα, κινδυνεύει από πνιγμό και από τους καρχαρίες, οι γονείς του δεν το σώζουν, τελικά έρχεται το Λιμενικό και τον παίρνει.  Η οικογένεια φεύγει από την αποβάθρα και ο Λ. καταφέρνει να μιλήσει για τη θλίψη του και να διαφοροποιηθεί από τη στάση των δύο γονιών κυρίως της μητέρας, λέει "δεν την νοιάζει αληθινά". Τώρα μπορεί να εκφράσει και τη θλίψη αλλά και το θυμό του για μια μητέρα που εγκαταλείπει το παιδί της (είτε φανταστική, είτε πραγματική).  Ρωτά: οι μαμάδες μπορούν να διώξουν τα παιδιά τους;  Αν ο Σ. φύγει οριστικά δεν είναι πιά αδερφός μου; Και καταλήγει: πρέπει να είμαι καλός στο σπίτι.  Εκείνη την περίοδο μιλά για τον τρόμο της εγκατάλειψης, στην μεταβίβαση και σε όλα τα παιχνίδια του, όπου μέσα στην οικογένεια τρομάζουν συνέχεια ο ένας τον άλλο και μάλιστα οι γονείς φοράνε μάσκες και κάνουν διάφορες πλάκες για να τρομάξουν τα παιδιά. 


Οσον αφορά τη μεταβίβαση, εκείνο τον καιρό, ο Λ. αρχίζει να ανησυχεί για μένα, αν είμαι καλά, μήπως κάποιος μου κάνει κακό, καθώς αναρωτιέται αν μπορεί και εγώ να τρομάξω από όσα συμβαίνουν, αν μπορώ να αντέξω και εμπεριέξω.  Λέει μάλιστα ότι μπορεί να κινδυνεύω από πράγματα που κάνουν οι αλλοδαποί, μιλά για όσους κατάγονται από ξένες χώρες, πλησιάζοντας έτσι στο θέμα της δικής του καταγωγής.  Αρχίζει όμως να φαντάζεται αυτήν την ξένη χώρα είτε σε χρόνο παρελθοντικό είτε σε παρόντα χρόνο αλλά αυτή τη φορά δεν θέλει να παίξει στο κουκλόσπιτο.  Αρχίζει να απλώνει τις φαντασιώσεις του για την άλλη χώρα, την άλλη οικογένεια, την άλλη μητέρα του, μιλά για τον πόλεμο, τον κίνδυνο εκεί, το τραύμα που βίωσε, τον τρόπο που εκείνος γλύτωσε αλλά και το θυμό και την ενοχή για όσους έμειναν πίσω.  Τα συνδέει για πρώτη φορά με τους τωρινούς του φόβους και καταφέρνει να αναφερθεί και σε προστατευτικές φιγούρες. Η θετική και προστατευτική πλευρά τώρα εμποτίζει και το παρελθόν και ο Λ. αρχίζει να χτίζει την εσωτερικευμένη εικόνα μιας προστατευτικής μητέρας: λέει ότι έχει στο πόδι του ένα σημάδι εκ γενετής που θα βοηθήσει να τον αναγνωρίσει η μητέρα του, γιατί τον ψάχνει.  Μάλλον τον έδωσε για να τον προστατεύσει από τον πόλεμο, θέλει να τον ξαναβρεί, αρχίζει να φαντάζεται το σπίτι του, το δωμάτιο του, ολόκληρη την πόλη του. Σταδιακά ο Λ. φτιάχνει μια ατομική ιστορία με συνδέσεις ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν, ανάμεσα στο σωματικό και το ψυχικό, ανάμεσα στο επαρκές και το ελλειπτικό της σχέσης με την μητέρα. Αρχίζει να συμβιβάζεται με την ιστορία του, με την ταυτότητα του, θέλει να μιλάει για αυτήν, θέλει να γίνει γιουγκοσλάβος πάλι. Εκεί τον έλεγαν Μίλε. Όλα αυτά τον φέρνουν μπροστά στο ζήτημα της ύπαρξης, δύο μαμάδων, της φυσικής και της θετής.  Αρχίζει να μιλά για το αν μπορεί να τις έχει και τις δύο μαζί, αν θα πρέπει να διαλέξει, αν μπορεί να είναι και εδώ και εκεί και πως μπορεί να ενώσει αυτές τις φιγούρες, τις σχέσεις και τις πλευρές του εαυτού του.


Την επόμενη περίοδο ο Λ. αρχίζει διαπραγματεύεται όχι μόνο πως θα ενώνει αλλά και πως θα αποχωρίζεται καθώς οι διακοπές πλησιάζουν.  Η αγωνία του είναι εμφανής, το ίδιο και ο θυμός του, γίνομαι μια μαμά που πάλι τον εγκαταλείπει αλλά και που θα επιστρέψει.  Ο Λ. μπορεί τώρα να μιλήσει για αυτά, να τα κάνει λέξεις, ιστορίες και να παίξει κιόλας, χρησιμοποιώντας όχι το κουκλόσπιτο αλλά το γραφείο σαν ένα μεγαλύτερο σπιτάκι που όλα διαδραματίζονται μεταξύ μας, στη δική μας σχέση. Η Kenrick (2000) αναφέρεται στην αναβίωση του πρώιμου τραύματος που αισθάνεται το υιοθετημένο παιδί σε κάθε αποχωρισμό και για τον Λ. κάθε απώλεια λειτουργούσε ως τραύμα με συνέπεια να ενεργοποιούνται μέσω παλινδρόμησης πρώιμοι αμυντικοί μηχανισμοί, και στη συνέχεια προβλήματα συμπεριφοράς και πάντα επιθυμίες συγχώνευσης και ενσωμάτωσης με το μεταβιβαστικό αντικείμενο.  Μέσα από τις άμυνες και τη συμπεριφορά εκδηλώνεται το τραύμα στη μεταβιβαστική σχέση.  Έτσι, όπως αναφέρει και η Kernberg (1986) στη θεραπεία υιοθετημένων παιδιών υπάρχουν έντονα συναισθήματα στη μεταβίβαση καθώς το οικογενειακό ειδύλιο διαδραματίζεται εκεί και η θεραπεύτρια πιέζεται να μην ξεχάσει ή εγκαταλείψει αυτό το παιδί. Επιστρέφοντας μετά το καλοκαίρι, ο Λ. σε μια σχέση που διατηρήθηκε και μετά τον αποχωρισμό και συνέχιζε συνεπώς να υπάρχει με έναν επανορθωτικό τρόπο, άρχισε να μιλά για τις δύο μαμάδες που τον αγαπούν μαζί και για τους δύο μπαμπάδες και γίνονται οικογένεια.  Στα παιχνίδια του καταφέρνει να παίζει με ιστορίες που συμπεριλαμβάνουν και τα ήμερα και τα αγρια ζώα και μιλά πολύ για τις δικές του φαντασιώσεις και ενορμήσεις. Η ιστορία του Ταρζάν που έζησε σε μια ζούγκλα με άγρια και ήμερα ζώα, με άγριες και πολιτισμένες πλευρές του εαυτού του και που βέβαια υιοθετήθηκε από μωρό, χάνοντας τους πραγματικούς του γονείς και αναγκάστηκε να εγκλιματιστεί σε ένα άλλο περιβάλλον, γλώσσα, συνήθειες, διατηρώντας την επιθυμία να επιστρέψει, έγινε η αγαπημένη ιστορία του Λ. Η ιστορία αυτή επανέφερε στο προσκήνιο, το θέμα του φύλου, με τρόπο τώρα κάπως διαφορετικό: τώρα ο Λ. θέλει να μου εξηγήσει τις διαφορές αγοριών – κοριτσιών: μιλά για τις σωματικές διαφορές (το πέος, τα μαλλιά) αλλά και για τις διαφορές στη συμπεριφορά και στις ικανότητες (σχολική απόδοση, σωματική δύναμη, σπορ και παιχνίδια), μιλώντας πλέον για τα αγόρια σε πρώτο πρόσωπο και υιοθετώντας ένα πιο αγορίστικο ως και μάγκικο στυλ που έμοιαζε με τον μπαμπά του.Ο Λ. λέει οτι θέλει να του μοιάσει καθώς αυτός τον είχε ουσιαστικά σώσει από τον πόλεμο και τον θάνατο αποφασίζοντας την υιοθεσία. Εκείνη την περίοδο, τα όνειρα του Λ. σχετίζονται με μητροκτονίες, και οι ειδήσεις στην τηλεόραση σχετίζονται με γιούς που σκότωσαν τη μητέρα τους.  Ο πατέρας, ένας δυνατός τρίτος, παίρνει τη θέση του μέσα στον κόσμο του Λ. και οδηγεί τις ταυτίσεις του. Ταυτόχρονα μπορεί να μιλήσει με τρόπο διαφορετικό και για το θέμα της απώλειας και των δικών του ελλείψεων: αρχίζει να μιλάει για τους ανάπηρους ανθρώπους που έχουν χάσει ένα μέλος τους και έχουν προσθετικό για να το αντικαταστήσουν – αναπληρώσουν. Μιλάει για αυτές τις επανορθωτικές παρεμβάσεις και λέει ότι σε αυτούς που λείπει κάτι σωματικό είναι καλύτερο, τους έβαλαν σιδερένιο, δεν υπάρχει κενό, σε αντίθεση με αυτόν που δεν έχει κανονικό σπίτι, ούτε οικογένεια και είναι πιο ανάπηρος από τους ανάπηρους. Τότε είναι που επιθυμεί να επισκευάσει τα σπασμένα παιχνίδια του,  να φροντίσει το κουτί του που τα περιέχει και να περιποιηθεί το κουκλόσπιτο, έτσι ώστε τα τραυματισμένα αντικείμενα του να αρχίσουν να αποκαθίστανται, να επανορθώνονται, να μορφοποιούνται. Η επανόρθωση στο χώρο της ψυχοθεραπείας έχει αρχίσει να αποτελεί μια έννοια για τον Λ. που προσπαθεί να νοηματοδότησει την προσωπική του ιστορία και κατάσταση. Σταδιακά, το Εγώ του Λ. ισχυροποιείται και οργανώνεται καλύτερα, το ενορμητικό υλικό αποκτά κάποιες αναπαραστάσεις και συμβολοποιήσεις και το Υπερεγώ του γίνεται λιγότερο αυστηρό και ενοχοποιητικό.


Όσο πλησιάζει πάλι το διάστημα των διακοπών ο Λ. αρχίζει να αναρωτιέται πως θέλω  να είναι για να τον κρατήσω και αν στη δική μας σχέση μπορεί να είναι γνήσιος και αυθόρμητος και να τον αποδεχτώ ολόκληρο, ακόμα και με τις αναπηρίες του.  Φαίνεται να εξιδανικεύει τη σχέση μας όπως τα υιοθετημένα παιδιά εξιδανικεύουν τους βιολογικούς γονείς, υποτιμώντας τους θετούς γονείς όταν οι ματαιώσεις που υπόκεινται από αυτούς απειλούν τον ναρκισσισμό τους. Το άγχος του μπροστά στον αποχωρισμό διογκώνεται, η σταθερότητα της σχέσης μας αμφισβητείται και ο ίδιος νοιώθει να απειλείται.  Ο αποχωρισμός  με τον Σ. γίνεται ξανά σημείο αναφοράς ως μια τραυματογόνος εμπειρία που συμπυκνώνει και όλες τις υπόλοιπες και τον καθηλώνει, τον κάνει μόνιμα ευάλωτο.  Οι καταστροφικές μάχες, οι φωτιές, οι κλέφτες επιστρέφουν, το δωμάτιο γεμίζει θυμό, φόβο, κινδύνους, κακά. Αναφέρεται στους πολλούς αποχωρισμούς που έχει ζήσει και πόσο θυμώνει μαζί μου για όλους.  Χρησιμοποιεί πάλι το γραφείο ως σπιτάκι, μια σπηλιά που εκεί μπορεί να χωθεί για να προστατευτεί και να αποσυρθεί ναρκισσιστικά. 


Μακάρι να μπορούσα να πω πως συνεχίζοντας τον Σεπτέμβρη μπορέσαμε να εμπεριέξουμε και στην πράξη, αυτές τις αγωνίες του, το τραύμα του και να συνεχίσουμε να τα διεργαζόμαστε επανορθωτικά, να συνεχίζουμε τη διαδικασία ενός κρατήματος, μιας επούλωσης για έναν ολόκληρο αν και ανάπηρο Λ.  Ωστόσο, κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών διακοπών, οι γονείς αποφάσισαν οριστικά τη διακοπή της ψυχοθεραπείας αναφερόμενοι στην πρόοδο του παιδιού στο μαθησιακό κομμάτι που τους ικανοποίησε, στο γεμάτο πρόγραμμα του παιδιού λόγω του γυμνασίου πλέον και στη δυσκολία τους να τον φέρνουν.  Ο Λ. συμφώνησε με όλα αυτά και αρκέστηκε σε ένα χαιρετισμό. Συγκεκριμένα στην τελευταία συνάντηση οι γονείς ανέφεραν την ικανοποίηση τους : ο Λ. δεν είχε φοβίες, είχε καταφέρει να εκφράζεται πιο αυθόρμητα (ακόμα και να δείχνει το θυμό του), να διεκδικεί, τα πήγαινε εξαιρετικά στα μαθήματα, δεν παραπονιόταν για τους συμμαθητές ή το σχολείο και για πρώτη φορά είχε ένα φίλο, δείχνοντας και οι ίδιοι οτι είχαν πάψει να τον αντιμετωπίζουν ως το ελαττωματικό – υιοθετημένο παιδί (ένα χαρακτηρισμό που είχαν πλέον εναποθέσει ολοκληρωτικά στον Σ). Πολλά ωστόσο ερωτήματα προέκυψαν τα οποία αναπάντητα ή όχι , αποτελούν πηγή προβληματισμού και σκέψης: είναι μια επίθεση των γονιών στο θεραπευτικό πλαίσιο ή ένας δραματικός τρόπος να κρατήσουν τον ρόλο τους ως παντοδύναμοι γονείς; Υπήρχαν δικές τους ενδοψυχικές δυσκολίες που οδηγούσαν σε αυτές τις συνεχόμενες υιοθεσίες εγκαταλελειμμένων παιδιών, που στην πορεία δεν μπορούσαν να "κρατήσουν" ούτε μεταφορικά ούτε κυριολεκτικά; Υπήρχαν κοινές φαντασιώσεις και άμυνες μέσα στην σχέση γονιών - παιδιού που επιθυμούσαν την διατήρηση ενός ψυχικού status quo ακόμα και αν ήταν επώδυνο ή ψευδές;  Αναρωτώμενη πόσο μπορεί στις τελευταίες μας συναντήσεις ο Λ. να είχε υποψιαστεί ή και να γνώριζε "τι μέλλει γενέσθαι" αποχαιρέτησα τον Λ. βιώνοντας μαζί του την απώλεια, τον αποχωρισμό και το τραύμα μέσα από μια επώδυνη επανάληψη. 


Μέσα απο την δική μου οπτική, στην θεραπεία του Λ. υπήρχαν πολλά θέματα που εγείρονταν εξίσου επώδυνα και στην αντιμεταβίβαση. Οι πρώιμες ελλείψεις και απουσίες, οι τραυματισμένες επιθυμίες και οι ισχυρές του φαντασιώσεις συχνά γέμιζαν την θεραπευτική σχέση. Άλλοτε στην θέση του τέλειου γονιού που θα επουλώσει παντοδύναμα τις πληγές του παρελθόντος, άλλοτε στην θέση του θύτη γονιού που αγαπά σαδιστικά και επιβάλλει το τραύμα της εγκατάλειψης, άλλοτε στην θέση του θύματος-ανήμπορου παιδιού που ζει μια τραυματική κατάσταση η θεραπεύτρια χρειάστηκε να εμπεριέξει όλες τις πλευρές των φαντασιώσεων του Λ. συνοδευόμενες από αισθήματα αγωνίας, πόνου, θυμού, απελπισίας και φθόνου. Οι αμυντικοί μηχανισμοί που συνόδευαν το έντονο φαντασιωσικό υλικό μέσα από προβολές, εκδραματίσεις, σχάσεις, εξιδανικεύσεις, ταυτίσεις αποτελούσαν μια συνεχή πρόκληση για την θεραπευτική σχέση εν γένη αλλά και για την ίδια την θεραπεύτρια. Στην πορεία των συνεδριών, η επιθυμία της επανόρθωσης άγγιξε και την θεραπευτική σχέση, διατηρώντας σταθερά την θετική θεραπευτική συμμαχία.


Η διαδικασία της ψυχοθεραπείας είναι από μόνη της ένας θεραπευτικός χωροχρόνος, που συμπεριλαμβάνει την αναβίωση αλλά και την επανόρθωση, μια συμβολική εστία που αν και δεν συμμετείχε στα δρώμενα της ιστορίας του παιδιού, μπορεί να τα εμπεριέξει, να τα νοηματοδοτήσει και να τα αναπαραστήσει με ένα διαφορετικό τρόπο. Το κουκλόσπιτο λειτούργησε κυρίως στην αρχή της ψυχοθεραπείας ενίοτε ως ένας μικρόκοσμος του παρόντος, ως ο εσωτερικός κόσμος του παιδιού, ως μια επέκταση του μητρικού σώματος ή και του δικού του, ως ένα φαντασιωσικά ιδανικό περιβάλλον, ή ως η σκηνή ενός εσωτερικού δράματος που ήλπιζε για κάθαρση.  Στην πορεία ο Λ. επεκτάθηκε σε όλο το χώρο προτιμώντας ως δικό του χώρο το γραφείο που συμβολοποιείται, τον περικλείει, λειτουργεί ως μητρικό σώμα που τον προστατεύει και τον αναγεννά. Η θεραπεία του Λ. διήρκησε περίπου δύο έτη και έληξε με την ελπίδα να μπόρεσε να αναπαραστήσει έστω και περιορισμένα την έννοια της απαρτίωσης, της συνέχειας και της καταγωγής.


----------------------------------------------------------


Η ΑΠΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΜΥΘΟΥ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ ΣΕ ΜΙΑ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΥΙΟΘΕΣΙΑΣ (ΠΕΡΙΛΗΨΗ)


Στερήσεις για επαφή, επικοινωνία, ψυχικό συντονισμό και ανακούφιση απο τις διεγέρσεις υπάρχουν ενδεχομένως στις περιπτώσεις υιοθεσίας παιδιών όπου συνήθως ο πρώιμος δεσμός μητέρας – βρέφους έχει διαταραχθεί και το βρέφος έχει βιώσει τραυματικά την αποκοπή του ψυχικού ομφάλιου λώρου με την φυσική μητέρα. Ο Λ. υιοθετημένο παιδί από τη Γιουγκοσλαβία παρουσίαζε πολλαπλές δυσκολίες, οι οποίες επεκτείνονται από μαθησιακά προβλήματα, ως και βαθύτερα ψυχολογικά προβλήματα που αφορούσαν τον έλεγχο των ενορμήσεων του και τη οργάνωση του ψυχισμού του. Υπήρχαν ζητήματα που αφορούσαν το παρελθόν του Λ. και την υιοθεσία και χρειάζονταν επεξεργασία όπως τα ασυνείδητα κίνητρα των θετών γονεών και οι συνειδητές προσδοκίες τους, οι προβολές και οι φαντασιώσεις τους για τον Λ., ο φόβος τους για την επάρκεια τους ως γονείς απέναντι στον Λ., οι προβολές και οι φαντασιώσεις τους για τους φυσικούς γονείς, το ζήτημα της ανακοίνωσης που είχε γίνει, το θέμα της απώλειας για τον Λ., η διαπραγμάτευση ανάμεσα στους πραγματικούς – θετούς και τους φανταστικούς – φυσικούς γονείς καθώς και οι σχέσεις που κόβονται και το θέμα του δικού του ναρκισσισμού και των γονέων του. Για τον Λ. η ίδια η σχέση με τη Μητέρα μοιάζει ελλιπής, καθώς δεν μπορεί να αντέξει και να εμπεριέξει τις λιβιδινικές και επιθετικές ενορμήσεις του, αντίθετα προχωρά σε προβολές και η διαδικασία επανόρθωσης δυσκολεύεται να προχωρήσει και ο Λ. βρίσκεται με εύθραυστα εσωτερικά αντικείμενα. Το υιοθετημένο παιδί σε κάθε αποχωρισμό ή αλλαγή, αναβιώνει το πρώιμο τραύμα του με αποτέλεσμα και για τον Λ. κάθε απώλεια να λειτουργεί ως ένα τραύμα που αναζητούσε την επανάληψη και την επανόρθωση.


  


bottom of page